Μετρούσαμε τίς μέρες ἀντίστροφα. «Πότε ἔρχονται τά Χριστούγεννα; Πότε τελειώνει ὁ χρόνος;». Μετρούσαμε καί ἀγωνιούσαμε, γιατί οἱ μεγάλες ἑορτές εἶχαν νόημα…
Καί μόλις ἔκλεινε τό σχολεῖο γιά τίς διακοπές τῶν Χριστουγέννων περιμέναμε μέ λαχτάρα τήν «βόλτα στά μαγαζιά». Ὄχι γιά νά ψωνίσουμε, ἀφοῦ στίς ἀγορές τῶν δώρων δέν ἤμασταν παρόντες, ἀλλά γιά νά δοῦμε τίς βιτρίνες καί νά νιώσουμε τήν ἀτμόσφαιρα, μέσα στήν κίνηση, τά φῶτα, τά ἀστραφτερά αὐτοκίνητα.
Παίρναμε τόν «ἠλεκτρικό» καί μετροῦσα τίς στάσεις μέχρι νά φθάσουμε στήν Ὁμόνοια. Τίς εἶχα μάθει ἀπ’ ἔξω, ἀλλά πάντα εἶχα τήν περιέργεια νά κοιτάζω τόν πίνακα καί νά διαβάζω. «Φάληρον, Μοσχᾶτον, Καλλιθέα, Πετράλωνα, Θησεῖον, Μοναστήριον, Ὁμόνοια»… Κι ἐκεῖ ἄρχιζε τό ταξίδι στήν πολύβουη, μεγάλη πόλη. Πείθαμε τήν μάνα μας νά μᾶς ἀφήσει νά «ἀνεβοκατέβουμε» ὅλες τίς κυλιόμενες σκάλες. Εἶχαν διαφορετικό χρῶμα ἡ κάθε μία. Θυμᾶμαι ἀκόμη τίς «λαχανί», τίς «μώβ», τίς «πράσινες», τίς «κόκκινες» σκάλες. Καί ἡ μάνα μας ἀκολουθοῦσε τήν δική μας τρεχάλα. Ἦταν κάτι τό μυθικό τό ἀνεβοκατέβασμα στίς σκάλες τῆς Ὁμόνοιας!
Κι ὕστερα, βγαίναμε πάλι στήν ἐπιφάνεια! Ἔλαμπε ἡ πλατεῖα, μέ τό συντριβάνι στή μέση καί μέ τά μεγάλα, ἀρχοντικά ταξί στήν πιάτσα. «Σεβρολέτ», «Μπιούικ», «Ντεσότο», ἀκόμη καί «Καντιλάκ», καλογυαλισμένες κυρίες, περίμεναν τούς ἐπιβάτες. Ἀπέναντι, μέ τεράστια γράμματα, τό κινηματοθέατρο «Κοτοπούλη». Διάβαζα (μαθητής τοῦ δημοτικοῦ) τόν μεγάλο τίτλο καί χάζευα τίς μεγάλες ἀφίσες, ζωγραφισμένες μέ τό χέρι. Κι εἶχα θαυμάσει ἐκεῖ τόν Γκρέκορυ Πέκ, τόν Μάρλον Μπράντο, τήν Ἄβα Γκάρντνερ, τήν Λίζ Ταίηλορ. «Ἀμάν πιά μέ τόν κινηματογράφο! Ψύχωση ἔχει αὐτό τό παιδί» ἔλεγε ἡ μάνα μου… Ἀργότερα, στά 27 μου, βρέθηκα διαγωνιζόμενος στό Φεστιβάλ Κινηματογράφου στήν Θεσσαλονίκη καί ἀποσπάσαμε «Βραβεῖον ταινίας μικροῦ μήκους». Καί θυμόμουν τά λόγια της. «Ψύχωση ἔχεις μέ τό σινεμά». Ναί, εἶχα, καί ἔχω, ἀλλά ἦταν «ἀκριβό σπόρ», καί δέν τό συνέχισα. Πῆρε τήν σκυτάλη ὁ γιός μας, πού διαπρέπει στόν τομέα του καί τόν καμαρώνουμε… Κι ὕστερα ἄρχιζε ἡ περιήγηση σέ δρόμους μέ ὀνόματα μαγικά. «Αἰόλου», «Σταδίου», «Πανεπιστημίου», γιά νά περάσουμε ἀπό τήν πλατεῖα Κλαυθμῶνος καί νά φθάσουμε στήν πλατεῖα Συντάγματος, γιά νά ἀπολαύσουμε τήν «Ἀλλαγή φρουρᾶς», θέαμα μοναδικό καί ἐπιβλητικό, πού παρακολουθούσαμε μέ θρησκευτική εὐλάβεια, μέσα σέ ἀπόλυτη ἡσυχία! Κι ὕστερα, στό Ζάππειο, στήν μεγάλη, ἀπέραντη τότε στά μάτια μας πλατεῖα, μέ τούς λαχειοπῶλες καί τούς κουλουρτζῆδες, γιά νά καταλήξει ἡ βόλτα στόν «Ξυλοθραύστη» καί τόν «Δισκοβόλο», πρίν ἀγγίξουμε τό κιγκλίδωμα τῆς πύλης τοῦ Καλλιμαρμάρου, «ἐδῶ πού κέρδισε τόν Μαραθώνιο ὁ Σπῦρος Λούης»… Κι ἦταν ἡ βόλτα τήν ὁποία θά θυμόμασταν μέχρι νά τήν ξανακάνουμε, μέ ἕνα κουλοῦρι ἤ ἕνα «μηλαράκι», ἐκεῖνοι τό φιρίκι, περιλουσμένο μέ καραμέλα, πού τό ἀπολαμβάναμε μέ ὅλη μας τήν καρδιά. Ἔτσι μεγαλώναμε, μέ λίγα, ἀλλά σημαντικά. Σέ μιά Ἑλλάδα πού συνεχῶς βελτιωνόταν, μέ τόν κόσμο νά ἐργάζεται καί νά ἀποδίδει, καί μέ τά παιδιά νά ἀπολαμβάνουν ὅσα οἱ γονεῖς τους εἶχαν στερηθεῖ. Καί τά θυμᾶμαι, καί εἶμαι εὐγνώμων…