ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙΣ τόν Βορρᾶ, πρέπει νά φθάσεις ἕως τίς Πρέσπες…
… καί νά μιλήσεις μέ τούς ἱερεῖς πού κτυποῦσαν πένθιμα τήν καμπάνα τήν ὥρα πού ὁ Τσίπρας ὑπέγραφε τήν παραχώρηση τοῦ ὀνόματος τῆς Μακεδονίας στούς Ψαρᾶδες. Γιά νά καταλάβεις τόν Βορρᾶ, πρέπει νά ἀφιερώσεις δύο ὧρες ἀπό τόν χρόνο σου γιά νά θαυμάσεις τόν χρυσό καί τά κοσμήματα τῶν Μακεδόνων Βασιλέων στό Ἀρχαιολογικό Μουσεῖο Θεσσαλονίκης. Γιά νά καταλάβεις τόν Βορρᾶ, πρέπει νά κάνεις στάση στήν μέση τοῦ πουθενά στόν δρόμο γιά τίς Σέρρες, γιά νά φωτογραφήσεις τόν Λέοντα τῆς Ἀμφιπόλεως καί λίγο πιό κάτω τούς Φιλίππους, λίγο ἔξω ἀπό τούς ὁποίους βαπτίστηκε ἡ πρώτη Εὐρωπαία Χριστιανή, ἡ Λυδία. Γιά νά καταλάβεις τόν Βορρᾶ, πρέπει νά σταθεῖς ἔξω ἀπό τό κτίριο τῆς βουλγαρικῆς κομαντατούρ στήν παλαιά πόλη τῆς Καβάλας, δίπλα στό Ἰμαρέτ, γιά νά ἀκούσεις τούς λυγμούς τῶν προγόνων σου πού οἱ κομμιτατζῆδες τούς ἔβγαζαν τά νύχια στήν κατοχή γιά νά ἀλλαξοπιστήσουν. Γιά νά καταλάβεις τόν Βορρᾶ, πρέπει νά μπεῖς στό νεκροταφεῖο τῆς Δράμας γιά νά ἀντικρύσεις τά μνήματα ἀπό τούς νεκρούς τοῦ Ἐμφυλίου ἤ νά πᾶς σέ ἕνα τοπικό χορό Ποντίων γιά νά δεῖς τούς ἐκεῖ βουλευτές τῆς ΝΔ καί τοῦ ΣΥΡΙΖΑ νά χορεύουν σήμερα ἀδελφωμένοι καί ἐκστασιασμένοι μέ τά χέρια ψηλά, τό βλέμμα πρός τά πάνω καί τά μάτια μισόκλειστα, τόν γοερό κότσαρη. Σάν σέ προσευχή. Γιά νά καταλάβεις τόν Βορρᾶ, πρέπει νά ἀκούσεις τό κήρυγμα τοῦ κυπριακῆς καταγωγῆς πατέρα Βαρνάβα στήν Παναγία Λαοδηγήτρια τῆς Θεσσαλονίκης πίσω ἀπό τό τουρκικό προξενεῖο μπροστά σέ δεκάδες νέα παιδιά ἤ νά ἀξιωθεῖς νά φθάσει ἡ χάρη σου μέχρι τό μοναστήρι τῆς Κλεισούρας, ἔξω ἀπό τήν Καστοριά. Γιά νά καταλάβεις τόν Βορρᾶ, πρέπει νά μπεῖς εἴτε στό φτωχικό τοῦ Ἐθνάρχη στήν Πρώτη εἴτε νά ἐπισκεφθεῖς κάπου στήν Μακεδονία τό μυστικό μουσεῖο Σωσίδη μέ τίς αὐθεντικές στολές τοῦ Ὄθωνα καί τῆς Ἀμαλίας. Γιά νά καταλάβεις τόν Βορρᾶ, πρέπει νά ἀγναντέψεις τό τοπίο μέσα ἀπό τίς πολεμίστρες στό ὀχυρό τοῦ Ροῦπελ. Μόνο τότε θά καταλάβεις γιατί τά σύνορά σου δέν φθάνουν μέχρι τά Τέμπη καί γιατί οἱ ἀναμετρήσεις τῆς ὁμάδας σου διεξάγονται πολλά χιλιόμετρα παραπάνω, στήν φυσική γραμμή τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Ἀλλά γιά νά μπεῖς στήν ψυχή τοῦ Βορρᾶ, πρέπει νά μοιραστεῖς τήν σούπα σου μέ τά καρντάσια ἀξημέρωτα στοῦ «Τσαρούχα» στήν Ὀλύμπου, μετά ἀπό μία ἐπίσκεψη στήν «Πριγκηπέσσα», στήν «Βεντέτα» ἤ στήν «Παρτιτούρα». Γιά νά μπεῖς στήν ψυχή τοῦ Βορρᾶ, πρέπει νά περάσεις μιά νύχτα στό διονυσιακό ταβερνεῖο τῆς «Δόμνας» στήν Ἄνω Πόλη, κοντά στούς Βλατᾶδες, ἀκούγοντας σόκιν στίχους γιά τόν Πάρη καί τήν Ἑλένη ἀπό τήν ἐρασιτεχνική κομπανία πού δίδει παραστάσεις κάθε Τρίτη ὑπό τήν ἐποπτεία τοῦ κυρίου ἀντιπρυτάνεως. Γιά νά μπεῖς στήν ψυχή τοῦ Βορρᾶ, πρέπει νά παρατηρήσεις τήν οἰκειότητα μέ τήν ὁποία ἐπικοινωνοῦν οἱ κάτοικοι τῆς Θεσσαλονίκης μεταξύ τους ὡς μέλη ἑνός συμπαγοῦς συνόλου μέ τήν μορφή τῆς κοινότητας. Προφανῶς καί δέν θά σοῦ ζητήσω νά καταλάβεις τόν Βορρᾶ ζητώντας σου νά προσκυνήσεις στόν Ἅγιο Δημήτριο, τήν Ἁγία Σοφία ἤ τήν Ροτόντα, γιά νά δεῖς τά σημάδια τοῦ Ἰσλάμ καί νά καταλάβεις γιατί δέν πρέπει νά ὑβρίζεις τούς κατοίκους τῆς πόλης αὐτῆς, τήν μία ὡς «Ρώσσους», τήν ἄλλη ὡς «Βούλγαρους», τήν τρίτη ὡς «Τουρκόσπορους». Μάταιος κόπος, ἄρρητα ρήματα αὐτά γιά σένα, μέχρι τό Garçon τῆς Λεωφόρου Νίκης φθάνουν οἱ παραστάσεις σου.
Στήν πραγματικότητα, ὁ Βορρᾶς εἶναι μία ἄλλη κοινωνία. Δεμένη κοινωνία. Πού νιώθει τήν ὑποχρέωση νά ἀνταποδίδει καί νά λέει πάντα εὐχαριστῶ. Πού στίς ἑορτές ἀνταλλάσσει ἀκόμη ἐπισκέψεις καί εὐχές στά σπίτια, δέν στέλνει ψυχρά μηνύματα ἀπό ἀπόσταση μέσω κινητοῦ. Πού στίς σχόλες κερνᾶ τούς περαστικούς χωρίς νά ζητᾶ ἀντίτιμο. Γιά τό καλό. Πού στίς παρελάσεις εἶναι ἐκεῖ. Ἀνεμίζοντας τίς σημαῖες τῆς προσφυγιᾶς. Ἔκφρασή της, περηφάνια τῆς κοινωνίας τοῦ Βορρᾶ εἶναι οἱ ὁμάδες της. Τά ὀνόματά τους εἶναι συνδεδεμένα μέ τήν ἱστορία τῆς Μακεδονίας ἤ μέ τήν μυθολογία μας: «Ἄρης», «Ἡρακλῆς», «Χριστιανική Ἀδελφότης Νέων Θεσσαλονίκης» (ΧΑΝΘ), Ἀπόλλων Πόντου, Πανθεσσαλονίκειος Ἀθλητικός Ὅμιλος Κωνσταντινουπολιτῶν (ΠΑΟΚ), «Φίλιππος» κ.ἄ. Οἱ σύλλογοι εἶναι ὁ καθρέφτης τῆς πόλης, ἡ ἀνάμνηση τοῦ παρελθόντος της. Θυμίζουν στούς παλαιότερους καί μαθαίνουν στούς νεότερους ἀπό ποῦ ἔρχονται. Τό παρελθόν τους, τήν καταγωγή τους, τίς ταλαιπώριες τους, τήν φτώχεια τους, τήν ἱστορία τῆς πόλης τους. Τήν ρίζα της. Μία πόλη πού ἀπελευθερώθηκε ἀπό τόν ὀθωμανικό καί τόν βουλγαρικό ζυγό μόλις τό 1912.
Πάνω σέ αὐτό τό ἱστορικό θεμέλιο τοῦ φίλαθλου πνεύματος τῆς Θεσσαλονίκης ἐπικάθονται δύο ἀκόμη στρώσεις ἀπό συναισθήματα. Τό παλαιό συναίσθημα κατά τοῦ ἀθηνοκεντρισμοῦ – δίκαιο ἤ ἄδικο δέν ἔχει σημασία, καλλιεργήθηκε καί ὑπάρχει. Τό μετρό εἶναι σήμερα τό σύμβολο κατά τοῦ ἀθηνοκεντρισμοῦ. Ἡ πρωτεύουσα ἔχει ἀπό τό 2000, ἡ Θεσσαλονίκη ἐλπίζει ἀπό τό 2023 καί ἄν. Καί τό νεότερο συναίσθημα, τῆς ὀργῆς γιά τήν ἐκχώρηση τῆς καταγωγῆς τοῦ Μακεδόνα καί τοῦ ὀνόματος τῆς «Μακεδονίας» στούς γείτονες τῶν Σκοπίων. Βαρειά προσβολή, δέν ἔχει χωνευτεῖ ἀκόμη, ἐπιτείνεται ἀπό σποραδικές προσπάθειες ἀνθελληνικῶν κύκλων νά ἱδρύσουν φροντιστήρια διάδοσης μακεδονικῆς γλώσσας στήν Ἔδεσσα, τά Γιαννιτσά καί τό Κιλκίς. Ἄν θέλουμε, λοιπόν, νά «ποῦμε» κάτι γιά ὅ,τι ἐπιχειρεῖται νά γίνει αὐτές τίς μέρες μέ τίς ὁμάδες τῆς Θεσσαλονίκης καί τά τυχόν σχέδια ὑποβιβασμοῦ τους, αὐτό δέν θά εἶναι ἕνα σχόλιο γιά τό τόπι καί τήν κλοπή τῆς πρωτιᾶς. Θά εἶναι ἕνα σχόλιο γιά τίς ταυτότητες καί τά συναισθήματα, πού στόν Βορρᾶ, τήν βαθειά Ἑλλάδα, εἶναι πολύ πιό ἰσχυρά ἀπό ὅσο στό ἀπέραντο χωνευτήρι τῶν Ἀθηνῶν. Ἡ πολιτεία ἀποφάσισε νά πατήσει τό πιό εὐαίσθητο νεῦρο τοῦ Βορρᾶ. Τήν ψυχή του. Ρισκάροντας νά τόν ἀποξενώσει. Καί μάλιστα σέ μιά ἐποχή εὐαίσθητη· εἶναι ἔκρυθμη καί ἡ κατάσταση –σέ σημεῖο ἐξέγερσης– στά νησιά τοῦ Αἰγαίου. Ἄν θές νά βυθίσεις ὁμάδα τῆς (διεκδικούμενης ἀπό τούς Τούρκους) Θράκης, πού ἔχει ὡς σῆμα της τόν Δημόκριτο, ἤ ὁμάδα πού ἔχει σῆμα της τόν δικέφαλο ἀετό τοῦ Βυζαντίου, αὐτό σημαίνει πώς δέν ἔχεις ἰδέα ποιά φαντάσματα τῆς ἱστορίας ἀπελευθερώνεις. Καί βεβαίως σέ ποιό βυθό μπορεῖς νά βρεθεῖς ἐσύ ἄν σέ πιάσει στό στόμα του ὁ πρόσφυγας παπποῦς, ἡ Ἀρμένισσα γιαγιά, ἡ Θρακιώτισσα μπάμπω, ὁ Πόντιος καντινιέρης, ὁ λαϊκός παππᾶς, ὁ νεωτεριστής πιτσιρικᾶς μέ τό τατού, πού ἄν τόν προκαλέσεις θά ξυπνήσεις τόν φανατικό Μακεδόνα σέ καταστολή πού ἔχει μέσα του.
Δέ θέλω νά γράψω περισσότερα παρά μόνον τοῦτο: Ἡ Θεσσαλονίκη ἦταν ἡ αἰτία γιά νά γεννηθεῖ μεταπολεμικά τό ἱστορικό ἐρώτημα «Ποιός κυβερνᾶ αὐτό τόν τόπο;». Ἡ Θεσσαλονίκη φοβᾶμαι πώς θά εἶναι καί πάλι ἡ αἰτία γιά νά διατυπωθεῖ ἐκ νέου τό ἴδιο ἐρώτημα. Καί αὐτή τήν φορά, ὁ Κυριάκος πρέπει νά ἀπαντήσει σωστά. Ἔκανε μιά καλή ἀρχή χθές. Θά περιμένω νά τό τελειώσει.