Στό μπλοκάκι μου (τύφλα νά ἔχει ὁ Σημίτης) γραμμένα τά προϊόντα πού μοῦ ζήτησε ἡ γυναίκα μου νά ψωνίσω
«Δύο ἀβοκάντο ὥριμα, γιά τήν Σταματίνα, ἕνα κιλό φέτα καί λίγη παρμεζάνα, τριμμένη»…
Ἔτσι εἴμαστε πλέον. Δυό-τρία πράγματα, τά ἀπαραίτητα. Παρῆλθον (εὐτυχῶς θά ἔλεγα) οἱ ἐποχές μέ τό καροτσάκι νά γεμίζει καί νά βγαίνει ἡ ἀπόδειξη τοῦ ταμείου κορδέλα γιά νά ἀποκλείσεις ὁλόκληρη λεωφόρο!
Μήν σᾶς ξενίζουν τά «ὥριμα ἀβοκάντο». Ἡ ἐγγονή μας ἔχει «ξεσηκώσει» μιά συνταγή ἀπό τό «Μάστερ σέφ» καί φτιάχνει μέ τά χεράκια της μιά κρέμα, τήν ὁποία ἀλείφει σέ φέτες ψωμιοῦ, ἀφοῦ τίς ζεστάνει στήν «τοστιέρα». Δέν μοῦ ἔχει ἀποκαλύψει τά ὑλικά πού χρησιμοποιεῖ. «Εἶναι τά μυστικά τοῦ σέφ» μοῦ λέει…
Μπαίνω, λοιπόν, στόν «Σκλαβενίτη», μέ τήν μάσκα μου καί τά γάντια μου, τηρώντας εὐλαβικά τίς ἀποστάσεις. Μπορεῖ κάποιοι νά ἐπιμένουν ὅτι ὁ ἰός εἶναι «μούφα», ὅμως ἄλλα μᾶς λέει ἡ Ροδόπη καί ἡ Θεσπρωτία!
Σταματῶ ἐμπρός σέ ἕνα ράφι γεμᾶτο κατακόκκινα κεράσια. Τό μπλοκάκι δέν τά γράφει, ἀλλά ἔχω ἀδυναμία στά φροῦτα!…
Δίπλα μου, μιά κυρία, χωρίς μάσκα, σέ ἀπόσταση πολύ μικρότερη ἀπό τήν πρέπουσα, πιάνει (μέ γυμνά χέρια) ἕνα κεράσι, τό τρώει (ἄπλυτο φυσικά), ἀποθέτει τό κουκούτσι στήν παλάμη της καί …τό πετᾶ στό διπλανό ράφι μέ τά κουνουπίδια!
Μοῦ «ἀνάβουν τά λαμπάκια», πολύ πιό κόκκινα ἀπό τά κεράσια! «Τί κάνετε, κυρία μου; Δέν φτάνει πού φάγατε τό κεράσι ἄπλυτο, πρᾶγμα πού σημαίνει ὅτι μπορεῖ νά πάθετε ὁποιαδήποτε μολυσματική ἀσθένεια, ἀλλά πετάξατε τόν πυρῆνα, ἐμποτισμένο μέ τόν σίελό σας, σέ ἕνα κιβώτιο μέ νωπή ἀνθοκράμβη, μέ κίνδυνο νά μολύνετε δεκάδες ἀνθρώπους ἐάν εἶστε προσβεβλημένη ἀπό τόν covid 19!».
Ἡ κυρία μέ κοιτάζει μέ τά μάτια ὀρθάνοιχτα! «Καλέ, ποιά πυρῆνα! Ἐγώ ἕνα κουκούτσι πέταξα καί χωρίς τό ἄλλο πού εἴπατε! Καί δέν τό ἔφτυσα, ἔ; Καί γιά ποιά ἄνθη μοῦ μιλᾶτε; Στά κουνουπίδια τό πέταξα!»
Κατά τύχη, δύο μέτρα παραδίπλα, βρίσκεται φίλος ὀδοντίατρος, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀκούσει ὅλο τόν διάλογο καί «μυρίζεται» περιπέτεια…
«Καλά σᾶς λέει, κυρία μου! Ὁ ἄνθρωπος σᾶς μίλησε ἑλληνικά! Κι ἐσεῖς ὄχι μόνο ἑλληνικά δέν ξέρετε, ἀλλά καί νά συμπεριφέρεστε δέν ἔχετε μάθει!» κι ἀρχίζει ἐδῶ ἡ τρέλα, καταμεσῆς τοῦ καταστήματος!
«Σίελος, κυρία μου, εἶναι τό ὑγρό πού ἐκκρίνεται ἀπό τούς σιελογόνους ἀδένες σας. Τό σάλιο σας, δηλαδή! Πυρήνας εἶναι, κυρία μου, τό κουκούτσι! Ἀνθοκράμβη στά ἑλληνικά εἶναι τό κουνουπίδι! Ἀλλά ποῦ νά τά μάθετε τά ἑλληνικά; Στίς “Ἄγριες μέλισσες” ἤ στά δελτία εἰδήσεων καί στίς ἑλληνικές τηλεοπτικές σειρές; Ἐξ ἄλλου πιό πολλά τούρκικα παρά ἑλληνικά ἀκοῦτε στά κανάλια!»…
Ὁ γιατρός φεύγει γελῶντας κρυφά, ἡ κυρία ἔχει μαρμαρώσει, καί μέ κοιτάζει μέ δέος!
– Νά μέ συγχωρεῖτε, κύριε, ἀλλά δέν ξέρω ξένες γλῶσσες. Κάτι ἀγγλικούλια στό σχολεῖο, ἀλλά ποῦ νά τά θυμᾶμαι τώρα! Πῶς τό εἴπατε λοιπόν, τό κουκούτσι στά ἀγγλικά; μοῦ λέει, καταρακωμένη ἀπό τήν ἐπίθεση τῆς …ἀνθοκράμβης!
– Ἐντάξει, κυρία μου, ὅλα καλά! Λέω, καί σπεύδω στό ταμεῖο…