«Ἀξίζει νά πεθάνουμε γιά τό Καστελόριζο;»!
Τό ἐρώτημα ἐτέθη ἤδη, ὡς ἐπωδός στά ὅσα ἔχουν ἤδη «διασπαρεῖ» ἀπό τούς γνωστούς καί μή ἐξαιρετέους «λογίους» τοῦ «σημιτικοῦ» καί ἐν γένει τοῦ «νεφελώδους» καί «περιέργων προθέσεων» περιβάλλοντος. Καί, φυσικά, ὁ στόχος τους ἐπετεύχθη, ἀφοῦ ἐμεῖς, οἱ «πληβεῖοι», φαίνεται νά «τσιμπήσαμε» ἐπαρκῶς καί νά σηκώσαμε ἤδη τήν ἀπαιτούμενη «σκόνη», τήν ὁποία τό «ἱερατεῖον» ἀπό τό ὁποῖο διατυπώνονται (μέσω τρίτων) τά κατά καιρούς «ἐρωτήματα» θά παρακολουθήσει ἐπιμελῶς μέχρι νά «κατακαθίσει»… Γιά νά ἐξηγούμεθα, τό ἄρθρο, τοῦ ὁποίου τόν τίτλο προαναφέρουμε, καταλήγει τελικώς πρός τό «νά πεθάνουμε γιά τό Καστελόριζο!».
Μᾶς δημιουργεῖ, ὅμως, ἀνησυχίες τό ὅτι ἄρχισε –καί θά συνεχιστεῖ– αὐτή ἡ «κουβέντα». Καί ἐπειδή ἡ ἱστορία διδάσκει ὅτι καμμιά «κουβέντα» δέν ἀρχίζει καί δέν τροφοδοτεῖται τυχαῖα, ἡ ἀνησυχία μας (καί πολλῶν ἄλλων) γίνεται βασανιστική! Γιά τούς ἀνησυχοῦντες, λοιπόν, ἔχει ἀρχίσει ἕνας βασανιστικός ἀνήφορος. Ποῦ ὁδηγοῦν ὅλες αὐτές οἱ τροχιοδεικτικές βολές; Πῶς, αἴφνης, ἐμφανίζονται παλαιοί (καί πιστοί) συνεργάτες τοῦ πρωθυπουργοῦ τῶν «γκρίζων ζωνῶν» καί ὑπερασπίζονται τά «ἐπιτεύγματα» ἐκείνης τῆς ἐποχῆς;
Πῶς, αἴφνης, ἐμφανίζεται τό νέο βιβλίο, φωτίζοντας μερικές ἀκόμη ἄγνωστες (κατά πολλούς «μειοδοτικές») πτυχές τῆς θητείας τοῦ πρωθυπουργοῦ τῆς «εὐρωζώνης»; Μήπως ἐκδόθηκε ὡς «ἀνάχωμα» στίς ἐπιθυμίες καί τίς «ἀνεξόφλητες συναλλαγματικές» τῆς περιόδου τοῦ «ἐκσυγχρονισμοῦ»; «Κάτι, ἀλήθεια, συμβαίνει ἐδῶ» ὅπως λέει καί ὁ θυμόσοφος Διονύσιος Σαββόπουλος.
Ἐπανεξηγούμεθα: τό ἄρθρο ὑπό τόν τίτλο «Νά πεθάνουμε γιά τό Καστελόριζο»; δέν κατατάσσεται στά «ἐνδοτικά» κείμενα πού βλέπουν ἐσχάτως τό φῶς τῆς δημοσιότητος οὔτε συμβαδίζει μέ τήν περίφημη συνέντευξη πού δόθηκε ἀπό ἀπερχόμενο σύμβουλο τοῦ ὑπουργείου τῶν Ἐξωτερικῶν σέ δίαυλο τῆς Κρήτης. Διατυπώνει, ὅμως, ἕνα ἐρώτημα, τό ὁποῖο συμβάλλει στήν «κινητικότητα» γύρω ἀπό τίς τουρκικές ἀξιώσεις καί τίς δικές μας θέσεις.
Ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ νά θυμηθῶ κάποιες συζητήσεις στίς ὁποῖες ἤμουν παρών, καί ἄκουγα –ἀπό τότε– τόν ἐκ Καστελλορίζου ὁρμώμενο εὐπατρίδη πολιτικό –καί ὑπουργό ἐξωτερικῶν στήν κυβέρνηση Ἐθνικῆς ἑνότητος τοῦ 1974– Γεώργιο Μαῦρο, νά ἐκφράζει (τό 1964) τούς φόβους του στόν φίλο του, ὑπουργό Ἰωάννη Μελᾶ καί τόν πατέρα μου, τήν ἄποψη ὅτι: «Οἱ Τοῦρκοι δέν μποροῦν νά χωνέψουν τό Καστελόριζο ὡς καρφί στό μάτι τους!»…
Ἄν, λοιπόν, τότε, πού καί οἱ δύο χῶρες εὑρίσκοντο σέ κακή κατάσταση, οἱ Τοῦρκοι εἶχαν «βάλει στό μάτι» τό Καστελλόριζο, σκεφθεῖτε τί γίνεται σήμερα μέ τόν ἐπίδοξο σουλτάνο στήν κορυφή τῆς τουρκικῆς ἡγεσίας!
Τί νά κάνουμε, ὅμως; Τό Καστελλόριζο (Μεγίστη) εἶναι ἑλληνικό νησί, ἔχει ὑφαλοκρηπῖδα, ἔχει Ἕλληνες κατοίκους, κατοικεῖται ἐδῶ καί χιλιάδες χρόνια ἀπό Ἕλληνες καί στά σπλάγχνα του ἔχουν βρεθεῖ μόνο ἑλληνικές ἐπιγραφές, ὅπως, ἄλλως τε, καί στίς ἀκτές τῆς Ἰωνίας, ὅπου οἱ Τοῦρκοι ἔφθασαν μετά τό 1453 ὡς κατακτηταί καί καταστροφεῖς!
Καλό θά εἶναι, λοιπόν, ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι δέν θέλουν τό ἐρωτηματικό πλάι στό ἄν ἀξίζει ἤ ὄχι νά πεθάνει κανείς γιά τά πάτρια ἐδάφη, νά ἔχουμε ὑπ’ ὄψιν μας ὅτι τό «πανηγύρι» τῆς Μεγίστης μόλις ἄρχισε. Καί σέ λίγο θά καταφθάσουν καί τά νταούλια!