Ὅσα χρόνια καί ἄν περάσουν, ἐκείνη ἡ ἡμέρα θά μᾶς στοιχειώνει!
Ἀνήμερα τοῦ Προφήτη Ἠλία, τότε πού ἡ χώρα, ὑπό τήν ἀσφυκτική ἔλλειψη πληροφορήσεως, προσπαθοῦσε, ματαίως, νά μάθει τί ἀκριβῶς συνέβαινε, τί ἔμελλε νά συμβεῖ, τί «παιζόταν» γιά τήν Κύπρο, γιά τόν Ἑλληνισμό, γιά τήν Ἑλλάδα καί τόν κόσμο!
Εἴχαμε σχεδόν συνηθίσει στήν «κωδική» ἐπαφή μας μέ τόν ἔξω κόσμο. Τό ραδιόφωνο, μέ τούς σταθμούς τῆς «Ντώυτσε Βέλλε», τοῦ «BBC», τῶν Παρισίων. Ἀκόμη καί στά Τίρανα, πού μετέδιδαν ἐκπομπές στά ἑλληνικά, στό Βουκουρέστι (ὁ σταθμός του εἶχε γιά σῆμα τήν εἰσαγωγή ἀπό τήν «Βαλκανική Ραψωδία τοῦ Ἐνέσκου»), ἀλλά καί στήν Μόσχα, μέ τήν «Φωνή τῆς ἀλήθειας», ἀναζητούσαμε νά μάθουμε «κάτι», πού δέν εἴχαμε τήν δυνατότητα νά ἀκούσουμε στήν ἐλεγχόμενη ἑλληνική ραδιοφωνία καί τηλεόραση.
Ἔτσι κι ἐκεῖνο τό πρωί, ἀπό τηλεφωνήματα συγγενῶν μας στό ἐξωτερικό, ἀπό ἐπαφές τοῦ πατέρα μας μέ κάποιους παλαιούς πολιτικούς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τόν τρόπο νά πληροφοροῦνται τά γεγονότα, μαθαίναμε ὅτι στήν Κύπρο βρισκόταν σέ ἐξέλιξη τουρκική εἰσβολή καί ὅτι οἱ Ἕλληνες ἐμάχοντο ὑπέρ τοῦ πατρίου ἐδάφους…
Στό μυαλό μου ἔχουν χαραχθεῖ ὅσα μοῦ ἔχει ἀφηγηθεῖ ὁ τότε σμηναγός, κυβερνήτης «Φάντομ» καί μετέπειτα ὑπουργός Ἐθνικῆς Ἀμύνης τῆς κυβερνήσεως τοῦ Κώστα Καραμανλῆ, ὁ ἐντιμότατος Σπήλιος Σπηλιωτόπουλος: «Γνωρίζαμε καί εἴχαμε ἀποδεχθεῖ τό ὑψηλό ποσοστό ἀπωλειῶν πού θά καταβάλαμε σέ χειριστές καί ἀεροσκάφη, ἀλλά τήν Ἱστορία θά τήν εἴχαμε ἀλλάξει. Ἄν εἴχαμε ἀπογειωθεῖ, “Ἀττίλας 1” , πόσω μᾶλλον “Ἀττίλας 2”, δέν θά ὑπῆρχε!». Ὁ Σπηλιωτόπουλος, πού τό 1974, ἦταν κυβερνήτης ἑνός ἀπό τά «Φάντομ» τά ὁποῖα ἔμειναν καθηλωμένα στό Ἡράκλειο καί δέν ἀπογειώθηκαν –ὅπως εἶχε σχεδιασθεῖ– γιά τήν Κύπρο!
Καί ὅταν ἔχεις ζήσει, ὡς πολίτης ἀλλά καί ὡς ρεπόρτερ, ἐκεῖνα τά φοβερά γεγονότα, μία λέξη μόνο σοῦ ἔρχεται στό στόμα. Μιά λέξη, πού βασανίζει ὅλους ἐμᾶς, πού βασανίζει, 43 χρόνια τώρα, ἑκατομμύρια Ἕλληνες καί Κυπρίους: ΓΙΑΤΙ;
Μαζεμένοι στό γραφεῖο τοῦ ἐκδότη Γιάννη Παπαγεωργίου, στή πολυκατοικία τῆς ὁδοῦ Βησσαρίωνος, πίσω ἀπό τό Ὀφθαλμιατρεῖο, μαζεύαμε σκόρπιες πληροφορίες καί ἀκούγαμε ὀνόματα. «Ἰωαννίδης», «Ἀραπάκης», «Σίσκο», «Τάσκα», «Ἐτζεβίτ», «Ἀπόβαση», «Κυρήνεια», πόλεμος! Θυμᾶμαι τότε, στό γραφεῖο, ἦταν ὁ Γιῶργος Σπορίδης, ὁ Νῖκος Βυζαντινός, ὁ Κώστας Κύρκος, ὁ Χρῆστος Παγανῆς. Ὁ Παπαγεωργίου, παλιά καραβάνα στήν πολιτική καί στό παρασκήνιο, ἦταν βέβαιος: «Χάνεται ἡ Κύπρος, θά πέσει ἡ δικτατορία, ἀλλά θά τό πληρώσουμε μέ αἷμα!».
Τρεῖς ἡμέρες ἀργότερα, ὁ λαός πανηγύριζε γιά τήν ἐπιστροφή τῆς δημοκρατίας στό Σύνταγμα κι ἐγώ ἔτρεχα στό ἀεροδρόμιο γιά τό πρῶτο μου (ἐπώνυμο) ρεπορτάζ, στήν τελευταία σελίδα τῆς «Ἀθηναϊκῆς», πού ἐπανεκδόθηκε τετρασέλιδη (!) τό βράδυ τῆς Μεταπολιτεύσεως! Καί θά μείνουν γιά πάντα στό μυαλό μου χαραγμένα τά λόγια ἑνός ἡλικιωμένου ἀνθρώπου, πού ἔστεκε, ξημερώματα τῆς 24ης Ἰουλίου, στά σκαλιά τῆς «Μεγάλης Βρεταννίας» κι ἔλεγε, μέ δάκρυα στά μάτια: «Μά, γιατί πανηγυρίζουμε; Γιά τόν πόλεμο καί τήν Κύπρο πού χάσαμε;»!