Νικηφόρος Ἰούλιος τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ στό Ἐσκί Σεχίρ

Ἐπίκαιρος ὅσο ποτέ ὁ θρίαμβος ἐπί τῶν Τούρκων

ΜΙΑ Μεγάλη Ἰδέα ἐνέπνεε τόν ἑλληνισμό ἀπό τό 1821, μέχρι πρίν ἀπό λίγα χρόνια. «Στήν Πόλη» ἦταν τό σύνθημα μέ τό ὁποῖο ἐξόρμησε ὁ Στρατός μας τό 1912. Αὐτήν τήν εὐχή ἀντήλλασσαν ἀξιωματικοί καί στρατιῶτες ὅταν διέσχιζαν τά ὑψίπεδα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καταδιώκοντες τούς Τούρκους πρός τήν Ἄγκυρα. Τούς Τούρκους πού ἦσαν ὅμοιοι μέ τούς σημερινούς. Τούς Τούρκους πού καί σήμερα βεβηλώνουν μνημεῖα, ἐξολοθρεύουν πληθυσμούς στήν Συρία καί τήν Λιβύη καί θέλουν νά κυριαρχήσουν καί νά ἐπεκτείνουν τό Ἰσλάμ. Τόν Ἰούλιο τοῦ 1921 ὁ Ἑλληνικός Στρατός εἶχε φθάσει στό Ἐσκή Σεχίρ. Τό πῶς καί γιατί ἡ ἐξέλιξις δέν ἦταν αὐτή πού θέλαμε πρέπει νά ἀποτελέσει ἀντικείμενο εἰδικῆς μελέτης πού δέν εἶναι τῆς παρούσης. Σήμερα, τήν στιγμή πού οἱ Τοῦρκοι καλύπτουν τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας στήν Ἁγία Σοφία, ἄς θυμηθοῦμε πῶς ὁ Κεμάλ καί οἱ ὀρδές του εἶχαν τραπεῖ σέ φυγή πρό τῶν ἑλληνικῶν λογχῶν.

Τόν Ἰούλιο τοῦ 1921 ὁ Ἑλληνικός Στρατός εἶχε ἐγκατασταθεῖ σέ ἐνεργητική ἄμυνα γύρω ἀπό τήν περιοχή Ἐσκή Σεχίρ-Κιουτάχεια-Ἀφιόν Καραχισάρ. Οἱ Τοῦρκοι, μέχρι τότε καταδιωκόμενοι, εἶχαν περιέλθει σέ πολύ δύσκολη κατάσταση.

Τήν 08η Ἰουλίου 1921 ὁ στρατός τοῦ Κεμάλ ἐπετέθη στίς Ἑλληνικές Δυνάμεις πού ἀποτελοῦντο ἀπό τό Α΄ καί Β΄ Σῶμα Στρατοῦ. Ἡ μάχη ἔλαβε χώρα στό Ἐσκή Σεχίρ. Στό τέλος τῆς ἡμέρας νίκησε ὁ Ἑλλ. Στρατός, εἶχε ἤδη ἀποκρούσει τήν τουρκική ἐπίθεση καί ἐν συνεχεία κατεδίωκε τούς Τούρκους. Ἡ μάχη αὐτή ἔμεινε στήν Ἱστορία ὡς ἡ νικηφόρα μάχη τοῦ Ἐσκή Σεχίρ. Οἱ Τοῦρκοι ὑπέστησαν τεράστιες ἀπώλειες. Δέν εἶχαν ὅμως συντριβεῖ.

Τήν 18η Ἰουλίου 1921 ἔγινε ἡ τελετή παρασημοφορήσεως τῶν σημαιῶν τῶν νικηφόρων συνταγμάτων τῆς μάχης τοῦ Ἐσκή Σεχίρ, ἀπό τόν ἴδιο τόν Βασιλέα Κωνσταντῖνο. Ὁ αὐτόπτης μάρτυς Ἰωάννης Δ. Πασσᾶς στό βιβλίο του «Μέ τόν Στρατό μας στή Νίκη» ἀναφέρει ὅτι στό Ἐσκή Σεχίρ στήν τελετή ἀπονομῆς, ὁ  διάδοχος Γεώργιος ὑπεκλίθη, ἀσπάσθηκε τό χέρι τοῦ πατέρα του, ἐνῶ καί ὁ πρίγκηψ (μέραρχος) Ἀνδρέα νά παρασημοφορεῖται ἀπό τόν ἀδελφό του Κωνσταντῖνο, καθώς καί διακριθέντες ἀξιωματικοί καί ὁπλῖτες.

Γράφει ὁ Πασσᾶς χαρακτηριστικά:

«Ἡ ἡμέρα τῆς 18ης Ἰουνίου 1921 θά παραμείνει ἀξέχαστη γιά ὅσους εἶχαν τό εὐτύχημα νά εἶναι στό Ἐσκή Σεχήρ, κατά τήν τελετή τῆς ἀπονομῆς ἀπό τόν Στρατηλάτη Βασιλέα τῶν μεταλλίων τοῦ Ἀριστείου Ἀνδρείας στίς σημαῖες τῶν συνταγμάτων μας καί στούς ἀνδραγαθήσαντες κατά τίς μάχες πολεμιστές μας. Μέ τήν ἀνατολή τοῦ ἡλίου ὁμάδες σαλπιγκτῶν καί ἡ στρατιωτική μουσική τοῦ Γ΄ Σώματος Στρατοῦ ἀνήγγειλαν μέ χαρμόσυνα ἐμβατήρια, διερχόμενοι τίς ὁδούς τῆς πόλης, τό ἐξαιρετικό καί ἐπίσημο ἐκείνης τῆς ἡμέρας. Ἡ μπροστά ἀπό τόν σιδηροδρομικό σταθμό τοῦ Ἐσκή Σεχήρ πεδιάδα, ἄλλοτε ἔρημη, εἶχε ἀλλάξει ὄψη. Ἀπό τό πρωί ἀκόμη, ἀπό διάφορους δρόμους τῆς πόλης, ἄρχισε νά συρρέει κάθε εἴδους ἐθνικότητας κόσμος. Κύματα ὁλόκληρα, φαντάροι καί πολῖτες (μήτε ἐξαιρουμένων ἀκόμη καί τῶν φεσοφόρων Ὀθωμανῶν κατοίκων!), στίς 9π.μ. ἔχουν πλημμυρίσει ὁλόγυρα τίς 4 πλευρές πού σχημάτιζε ἡ στρατιωτική παράταξη. Ὥρα 8.15π.μ. ὅλοι βρίσκονται στίς θέσεις τους. Ἡ ἀδημονία γιά τήν προσέλευση τοῦ Βασιλέα εἶναι ζωγραφισμένη στά πρόσωπα ὅλων. Μετά ἀπό ἕνα 15λεπτο, ἡ Α.Μ. ὁ Βασιλεύς Κωνσταντῖνος πατάει τό πόδι του στήν γῆ, ἡ ὁποία ἦταν ἀκόμη χρωματισμένη ἀπό τό αἷμα τῆς πρό 10ημέρου μάχης. Θύελλα! Τρέλα! Πανδαιμόνιο! Κεραυνός! Ἡ γῆ σείεται ἀπό ἕνα βαρύγδουπο «Ζήτω ω ω ω!!!», μέσα ἀπ’ τό ὁποῖο ξεχώριζε κανείς τίς βροντές.

– Καί στήν Πόλη, κουμπάρε!

– Νά μᾶς ζήσεις, Βασιλιᾶ!

– Καλῶς ὅρισες, Ἀητέ! Γειά σου Δωδέκατε!…

Ὁ Βασιλεύς καί ἡ Α.Β.Υ. ὁ διάδοχος Γεώργιος χαιρετοῦσαν μέ μεγάλα χαμόγελα τόν ἐκστασιασμένο κόσμο. Μιά βαθιά συγκίνηση διακατέχει τόν Βασιλιᾶ, τόν ὁποῖον οἱ φαντάροι ἀπέσπασαν ἀπό τά χέρια τῶν ἐπισήμων καί τοῦ φιλοῦν τά χέρια καί τόν ψαύουν στοργικά. Ὁ στρατηγός Ἀναστάσιος Παπούλας διεξάγει ἀληθινή μάχη γιά νά τόν ἀποσπάσει ἀπό τά χέρια τῶν φαντάρων, οἱ ὁποῖοι βρισκόμενοι στό κορύφωμα τοῦ ἐνθουσιασμοῦ τους, τόν ἀκολουθοῦν βῆμα πρός βῆμα.

– Ἐσένα θέλουμε! Γειά σου Κῶτσο! Καί Αὐτοκράτορας, Στρατηλάτη!

Ὠρύονται οἱ φαντάροι καί τρέχουν δεξιά, ἀριστερά, μπροστά, πίσω…

Μετά ἀπό λίγο φθάνει στό μέσο τῆς παρατάξεως καί ἀρχίζει ἡ Δοξολογία μέσα σέ κατανυκτική σιγή, ἡ ὁποία διακόπτει τῆς ζητωκραυγές. Στό Πολυχρόνιο ἡ φρενίτιδα ἐπαναλαμβάνεται ἐντονότερη καί ἀτελείωτη! Στίς ἐκδηλώσεις ἐκεῖνες τῶν ἀντρειωμένων του στρατιωτῶν, ὁ Βασιλιᾶς “ἀπαντάει” διά κλίσεως τῆς κεφαλῆς του καί μέ τό καλοκάγαθο μειδίαμά του ἀνθισμένο διαρκῶς στά χείλη του, στρέφει πρός ὅλες τίς κατευθύνσεις τό χαρούμενο βλέμμα του. Μετά τό πέρας τῆς Δοξολογίας ἀρχίζει ἡ ἀπονομή τῶν παρασήμων σέ ἀξιωματικούς καί ὁπλῖτες.

Ὁ Βασιλεύς εὐθυτενής καί γελαστός, κρατώντας στά χέρια του ἕναν μικρό σταυρό, προχωρεῖ πρῶτα στόν στρατηγό Παπούλα καί περνάει στόν λαιμό του τήν μεταξένια ταινία.

– «Καί στήν Πόλη, στρατηγέ μου» λέει ὁ Βασιλεύς σφίγγοντας τό χέρι τοῦ ἥρωα Μεσολογγίτη.

– Ὁμοίως, Μεγαλειότατε, ἀπαντάει κατασυγκινημένος ὁ στρατηγός. Ἀκολούθως λαμβάνει τό παράσημο ἀπό τά χέρια τοῦ Βασιλέως, ὁ πρίγκηψ μέραρχος Ἀνδρέας, χαιρετώντας στρατιωτικά. Ἡ Α.Β.Υ. ὁ διάδοχος Γεώργιος, εὐθυτενής μέ τό ἕνα χέρι στήν εὐθεῖα τοῦ πηλικίου του καί τό ἄλλο τεταμένο, λαμβάνει τό παράσημο ἀπό τόν σοβαρό τώρα πατέρα του.

– Καί στρατηγός! Εὔχεται ὁ Βασιλεύς μέ φωνή ἄψογη καί ἠχηρή.

– Καί στήν Πόλη, Μεγαλειότατε! Ἀπαντάει μόλις, συγκρατώντας τήν συγκίνησή του ὁ διάδοχος.

Ὁ Βασιλεύς κατόπιν δίνει τά παράσημα στούς ἄλλους στρατηγούς καί μεράρχους, πρός τίς ἔνδοξες σημαῖες τῶν συνταγμάτων μας, πρός τούς κατώτερους ἀξιωματικούς καί πρός τούς παρευρισκόμενους τραυματίες.

Ἐπίσης, εἶναι ὡραῖοι οἱ μικροί διάλογοι τοῦ Βασιλέως μέ τούς φαντάρους καί τσολιάδες.

Μπροστά ἀπό τόν Βασιλέα περνοῦν ἕνας-ἕνας, περήφανοι, οἱ «ἡμίθεοι» ἀπό μπροστά του.

– Πῶς σέ λένε; ἐρωτᾶ ὁ Βασιλεύς ἕναν τσολιᾶ τοῦ ἡρωικοῦ συντάγματος τοῦ Πλαστήρα.

Ὁ τσολιᾶς σέ στάση προσοχῆς δίνει τό ὄνομά του.

– Ἀπό ποῦ εἶσαι;

– Ἀπ’ τοῦ Γαρδίκ’, τοῦ νομοῦ Φωκίδος, Μεγαλιότατι, ἀπαντάει ὁ τσολιᾶς ἀκίνητος.

– Γειά σου λεβέντη μου! Καί συγχρόνως τοῦ δίδει ὁ Βασιλεύς τό παράσημο.

– Καί στήν Πόλη, Μεγαλειότατι! Εὔχεται ὁ τσολιᾶς κάνοντας μεταβολή καί φεύγοντας».


Κεντρικό θέμα