Ὅταν ἔχεις ἕναν ὄμορφο πίνακα στό σπίτι σου καί τόν βλέπεις κάθε μέρα…
… δέν μπορεῖς νά ἀντιληφθεῖς εὔκολα τήν σημασία του. Τήν καταλαβαίνεις ὅταν ἔρχονται ἐπισκέπτες καί στέκονται ἐμπρός ἀπό τό ἔργο, ἐκστατικοί….
Ἄχ, τί ὑπέροχος πίκανας!Τί χρώματα! Τί συνδυασμοί! Λές καί σοῦ μιλᾶνε τά κύματα τῆς θάλασσας! Κι ἐκείνη ἡ γραμμή στό βάθος τί εἶναι; Βαρκούλα; Γλάρος; Τό τέρμα τῶν ὁριζόντων;» σοῦ λέει ὁ ἐπισκέπτης, κι ἐσύ σκέπτεσαι ὅτι ἔχεις βάλει τόν καφέ στό μπρίκι καί πρέπει νά σπεύσεις…
Εἶναι, πού λέτε, καλοκαίρι, στά μέρη ὅπου δέν ἔχει νύχτα, ἐκεῖ πού οἱ δεκαπέντε βαθμοί Κελσίου εἶναι ζέστη κι ἐσύ, παρασυρμένος ἀπό τά χρώματα πού σέ τρελαίνουν καθώς ἡ φύση ἀλλάζει τήν ἴριδα ἀπό μέρα σέ μέρα, περπατᾶς στό δάσος.
Πατᾶς τά φύλλα πού εἶναι νοτισμένα καί ἀναδύουν ἐκεῖνες τίς ἐκκωφαντικές εὐωδιές, κρατᾶς τό κλαδί-μπαστούνι σάν τόν Ροβινσώνα Κροῦσο καί ἀφουγκράζεσαι! Ἦχοι πολλοί, διαφορετικοί. Πουλιά καί βατράχια, σκίουροι καί τάρανδοι, ἀφήνουν τούς δικούς τους ἤχους, ὅπως ἄφηναν τά ἀηδόνια καί τά βατράχια παλιότερα, στόν Βοτανικό κῆπο, πλάι στό κουρεῖο τοῦ πατρός Ζαμπέτα καί ὁ μικρός Γιῶργος τούς μετέφερε στίς χορδές τοῦ μπουζουκιοῦ πού κρεμόταν –ἄψυχο– στόν τοῖχο τοῦ κουρείου…
Κι ἐκεῖ πού ἀκοῦς ὅλα αὐτά, τό γυμνασμένο σου αὐτί πιάνει κάτι πού σέ ξεσηκώνει! Καί ἀκολουθώντας τόν ἦχο, διαπιστώνεις ὅτι ὁ Τσιτσάνης ἔχει φτάσει μέχρι ἐδῶ, στό Κάουτοκέινο, ἕνα λαπωνικό χωριό στήν περιοχή πού ἀνήκει στήν Νορβηγία…
Καί προχωρᾶς, χτυπᾶς τήν πόρτα καί σοῦ ἀνοίγει μιά γλυκειά βόρεια, πού σέ καλωσορίζει ,τῆς μιλᾶς ἀγγλικά, σέ μπάζει στό σπίτι καί βρίσκεσαι μπροστά σέ καμμιά δεκαριά Νορβηγούς, πού ἀκοῦνε τήν «Συννεφιασμένη Κυριακή!»…
Γρήγορα διαπιστώνεις ὅτι κάνουν διακοπές στό Βόρειο Αἰγαῖο κάθε καλοκαίρι, πιάνεις τήν πάρλα καί καταλήγεις μέ μιά κιθάρα στό χέρι. Καί τούς ρωτᾶς, εὐγενικά: «Τί θέλετε νά τραγουδήσουμε;»… Ἕνα στόμα, μιά φωνή, μιά λέξη, ἕνα ὄνομα: «Θεοδωράκης!»…
Κι ἐσύ πηγαίνεις στήν σόλ μείζονα καί ἀρχίζεις, ἁπαλά νά χαράζεις τούς ἤχους ἀπό τόν «Καημό». Ἀλλά πρίν ἀνοίξεις τό στόμα σου, ἔχει ἀρχίσει τό τραγούδι, στά ἑλληνικά! Καμμιά δεκαριά Νορβηγοί, ἄνδρες καί γυναῖκες, τραγουδοῦν δυνατά καί καθαρά: «Ποτάμι μέσα μου πικρό, τό αἷμα τῆς πληγῆς σου/κι ἀπό τό αἷμα πιό πικρό, στό στόμα τό φιλί σου!». Κι ἐσύ, πού ἔχεις πλημμυρίσει ἀπό περηφάνια, δέν σταματᾶς. Καί πότε μείζονες, πότε ελάσασονες, οἱ κλίμακες ὁδηγοῦν ὅλες στόν Παράδεισο τοῦ Μίκη!
Κι ἔχεις παίξει –κι ἔχουν τραγουδήσει– ὅ,τι μπορεῖς νά φανταστεῖς! Ἀπό «ἕνα τό χελιδόνι» μέχρι τήν «ἀπαγωγή»! Κι ἔχει βγάλει ἡ οἰκοδέσποινα κάτι σημειώσεις, μέ τούς στίχους ὅλων τῶν τραγουδιῶν μέ λατινικούς χαρακτῆρες!
Κι ὕστερα, ἐνῶ ρέει ἄφθονο ἑλληνικό κρασί ἀπό τή Λῆμνο καί ἀπολαμβάνεις τό «προσοῦτο» ταράνδου, πού κρέμεται στήν αὐλή, μέσα σέ ἕναν καλά προφυλαγμένο χῶρο, μαθαίνεις ὅτι ὅλη ἡ παρέα μετέχει σέ τοπική χορωδία, καί ὁ Μίκης εἶναι ὁ ἀγαπημένος τους!
«Καί ὁ Γκρίγκ; Καί ὁ Πέερ Γκύντ;» τούς ρωτῶ δῆθεν παραξενεμένος. «Ἄ, ἄστον αὐτόν! Τόν ἀκοῦνε οἱ Νορβηγοί!» μοῦ λένε, καί σκᾶνε στά γέλια!
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ μεγάλε Μίκη Θεοδωράκη! Σάν τόν Ψηλορείτη!