Ἐπιθυμῶ ν’ ἀπονείμω τό δίπλωμα καί τό χρυσοῦν μετάλλιον σολίστας τοῦ γέλιου εἰς τήν ἄγνωστον, ἡ ὁποία ἐξετέλεσε προχθές ἐνώπιόν μου, μέ ὑπέροχον μπρίο καί μοναδικήν δεξιοτεχνίαν, μίαν σύνθεσιν ἠχηροῦ φωτός.
Καί ἐπιθυμῶ ταυτοχρόνως νά παρακαλέσω τούς μαέστρους καί προφέσσορας τῆς μουσικῆς ἐπιστήμης νά καταγράψουν, ἀπό τώρα καί εἰς τό ἑξῆς, εἰς τά βιβλία των τό εἰδικόν αὐτό κεφάλαιον καί νά τό μελετήσουν ἐπισταμένως. Εἶνε λοιπόν τό γέλιο ὡραία τέχνη; Εἶνε μουσική; Εἶνε εἶδος ἤ ὑποδιαίρεσις εἴδους καλλιτεχνικοῦ; Μάλιστα, κύριοι μαέστροι καί προφέσσορες! Ἡ ἀποκάλυψις αὐτή μοῦ ἔγεινε κ’ ἐμένα, ἐντελῶς κατά τύχην καί ἐντελῶς ἀπροσδοκήτως, ὅπως γίνονται συνήθως ὅλαι αἱ μεγάλαι ἀποκαλύψεις. Καί μοῦ ἔγεινεν ὄχι εἰς μίαν ἀκαδημαϊκήν αἴθουσαν. Μοῦ ἔγεινεν εἰς τόν ἐλεεινόν ἐξώστην τοῦ περιφήμου τράμ τῶν Φαλήρων, ἐν μέσῳ τοῦ τρομερωτέρου μεταμεσημβρινοῦ Κυριακάτικου ἀνθρωποστοιβάγματος μεταξύ Ἀκαδημίας καί Τζιτζιφιῶν.
Καί ἰδού πῶς! Ἐν ᾧ ἀμέτρητοι δυστυχεῖς Φιλισταῖοι ἐστοιβαζόμεθα, ἀλληλοεπατούμεθα, ἀλληλοενηγκαλιζόμεθα, ἐπνιγόμεθα εἰς τόν ἱδρῶτα, […] ἔξαφνα μία πνοή οὐρανίας αὔρας μᾶς συνεπῆρε, μᾶς ἐλύτρωσεν ἀπό τήν Κόλασιν αὐτήν καί μᾶς ἔφερεν εἰς ἕνα Παράδεισον. Τά δεινά μας εἰς μίαν στιγμήν, καί ὡς ἐκ θαύματος, εἶχαν ἐξαφανισθῇ, λησμονηθῇ, σβύσῃ. Καί ἀρχίσαμεν νά πλέωμεν εἰς τήν πλέον ἀπόλυτον μακαριότητα, ἐνῶ ἐγκρεμοτσακιζόμεθα ταυτοχρόνως μέσα εἰς τόν ἠλεκτροκίνητον ἀραμπᾶν. Ἀπό ποῦ εἶχε πνεύσει λοιπόν ἡ παραδείσια αὔρα καί ἀπό ποῦ ἐσάλευσαν τά λευκά ἀγγελικά πτερά, ποῦ μᾶς εἶχαν συνεπάρει; Τί ἦτο τό θαῦμα αὐτό; Ἦτο, ἁπλούστατα, ἕνα πρωτάκουστον γέλιο γυναικός.
Δέν κατέχω ἀρκετά τήν ἐπιστήμην σας, ἀγαπητοί μου μαέστροι καί προφέσσορες, διά νά σᾶς τό προσδιορίσω. Γνωρίζω μόνον ὅτι εἶχεν ὅλα τά χαρακτηριστικά τῶν ἔργων τῆς φαντασίας καί τοῦ αἰσθήματος, τῶν ἔργων τῆς τέχνης. Εἶχεν ἔμπνευσιν, σύνθεσιν, συνέχειαν, συνέπειαν, μουσικήν γραμμήν, χαρακτῆρα καί ὕφος, πρό πάντων ὕφος. Εἶχεν ἀρχήν καί τέλος. […] Καί κυρίως δέν ὡμοίαζεν οὔτε κατά προσέγγισιν μέ ὅ,τι συνηθίζομεν νά ὀνομάζωμεν γέλιο, […]. Μιά γυναικεία μορφή, προρραφαηλιτικῆς τεχνοτροπίας, ἐπλαισιώθη ἔξαφνα εἰς τό χυδαιότατον κοινόν μας πλαίσιον. Ὅπως ἦτο ἑπόμενον, τό πτωχόν, εὔθραστον πλάσμα, μίαν φοράν ποῦ εὑρέθη εἰς τόσον ἀθλίαν καί ἀνέλπιστον συντροφιάν, ἐπαθεν ὅ,τι ἦτο πεπρωμένον νά πάθῃ. Συνεθλίβη καί αὐτό, συνεπιέσθη, παρεσύρθη, κατεποντίσθη καί μετ’ ὀλίγον εἰς τήν ἐπιφάνειαν τοῦ ἀνθρωπίνου τέλματος δέν ἐφαίνετο παρά ἕνα ταλαίπωρον, ξανθόν κεφαλάκι, μέ σβυσμένας γραμμάς καί λιπόθυμα χρώματα, κεφαλή πνιγομένου, ζητοῦντος μέ ἀπόγνωσιν μίαν ἀνύπαρκτον σανίδα σωτηρίας. Μία ἀπελπιστική κραυγή κινδύνου θά ἦτο ἴσως τό φυσικώτερον ποῦ ἐπερίμενε κανείς. Ἀντί κραυγῆς, ὑπῆρξεν ἕνα γέλιο! Ὑπῆρξεν ἕνα τραγοῦδι. Μία συμφωνία. Ἕνας κύκνος ἀπέθνησκεν ἐκεῖ κοντά μας κι’ ἐτραγουδοῦσε θριαμβευτικά τήν χαράν τοῦ θανάτου του.
Ἡ ἀπελπισία, ὁ πόνος, ἡ δύσπνοια, ἡ ἀσφυξία, ἡ λαμπρά χυδαιότης, τί εἶχαν γεννήσει, νομίζετε, μέσα εἰς τήν παράδοξον αὐτήν ψυχήν; Τήν ἐντύπωσιν μιᾶς καταπληκτικῆς ἀστειότητος. […] Καί τό εὔθραστον πλάσμα, […] ἀφοῦ ἐδοκίμασε πρῶτα νά ξεψυχίσῃ ὡς στρουθίον, ἄρχισεν ἔπειτα νά γελᾷ. Νά γελᾷ εἶνε ἕνας λόγος. Διότι, ὅπως εἴπαμεν, ἐκεῖνο ποῦ ὀνομάζομεν γέλιο, χάριν ἁπλῆς συννενοήσεως, δέν ἦτο αὐτό. Αὐτό ἦτο μουσική. Μία μουσική ποῦ διήρκεσε συνεχῶς, εἰς διαδοχήν ὑπερόχων καντάνς, ἐπί εἴκοσι λεπτά τῆς ὥρας. Μουσική, εἰς τήν ὁποίαν μετουσιώθη καί ἐξητμίσθη καί διεχύθη εἰς τό κενόν μία ψυχή, ἀναλυθεῖσα ὁλόκληρη εἰς τά χρώματα τῆς ἴριδος, εἰς τά συνθετικά της χρώματα, ὅπως τό ἡλιακόν φάσμα. Ὅλη ἡ λύρα τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς. Ὅ,τι κλείνει μέσα του τό ἀνθρώπινον στῆθος καί ὅ,τι ἠμπορεῖ νά χωρέσῃ, περασμένα ὅλα ὡς κόκκοι μαργαριταριῶν εἰς τό μεταξωτόν σειρῆτι μιᾶς μελῳδικῆς γραμμῆς, ποῦ ἦτο ἡ γραμμή τῆς χαρᾶς καί τοῦ θριάμβρου. Ποία ἀντίδρασις πράγματι! Καί ἔπειτα τό τράμ ἐσταμάτησεν εἰς τῇς Τζιτζιφιές […]. Ἀκόμη δέν εἶμαι βέβαιος τί ἀκριβῶς συνέβη. Ἀλλά ὅτι τό ἄγνωστον αὐτό καί σπάνιον μουσικόν εἶδος, ποῦ μοῦ ἀπεκαλύφθη κατά τόσον περίεργον καί ἀνέλπιστον τρόπον, εἶνε ὅ,τι ὀνομάζομεν συνήθως γέλιο, δέν ἠμπορῶ νά τό παραδεχθῶ κατ’ οὐδένα λόγον, ἀγαπητοί μου μαέστροι καί προφέσσορες. Ἴσως ἠμπορεῖτε νά τό εὕρετε ἐσεῖς. Ἐγώ ἐν τῷ μεταξύ ἐπιθυμῶ νά ἀπονείμω, μέ τήν ἄδειάν σας, τό δίπλωμα καί τό χρυσοῦν μετάλλιον τῆς σολίστας τοῦ εἴδους εἰς τήν μυστηριώδη ἄγνωστον.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ