Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 19 Ἰουνίου 1918
Μιά περιεργοτάτη δίκη ἔγινε κατ’ αὐτάς εἰς τό Πλημμελειοδικεῖον. Γνωστότατος ὀδοντοϊατρός τῆς πόλεώς μας ἐδικάζετο, διότι πρό ὀλίγων μηνῶν, ὁδηγῶν ὁ ἴδιος τό αὐτοκίνητόν του ἐπί τῆς λεωφόρου Συγγροῦ καί προηγούμενος ἑνός βασιλικοῦ αὐτοκινήτου, φέροντος τήν τέως βασίλισσαν, ἐσκόνιζεν ἐπί ἕν τέταρτον τῆς ὥρας, ἀπό τήν ἀρχήν δηλαδή τῆς λεωφόρου μέχρι τοῦ Ζῳολογικοῦ Κήπου, τό Ὑψηλόν πρόσωπον ποῦ ἤρχετο κατόπιν του. Ἡ καταγγελία κατά τοῦ ὀδοντοϊατροῦ, ἐπιδοθεῖσα ἔκτοτε καί φθάσασα ὀλίγον ἀργά εἰς τό ἀκροατήριον, ἐστηρίζετο εἰς κἄποιαν ἀστυνομικήν διάταξιν, τῆς ὁποίας παράβασις εἶχε χαρακτηρισθῇ ἡ πρᾶξις τοῦ τελευταίου. Ὤφειλε δηλαδή ὁ ὀδοντοϊατρός-σωφέρ, μόλις ἀντελήφθη τό βασιλικόν αὐτοκίνητον, νά σταματήσῃ καί νά τό ἀφίσῃ νά προηγηθῇ. Αὐτός ὅμως ἐξηκολούθησεν ἀνευλαβῶς νά προηγῆται ἀναιδέστατα καί νά σκονίζῃ ἐπί πλέον τό βασιλικόν ὄχημα.
Ἡ δίκη, ἐννοεῖται, μολονότι στρεφομένη περί μίαν ἁπλῆν παράβασιν ἀστυνομικῆς διατάξεως, εἶχε πολύ τό ἐνδιαφέρον λόγῳ τοῦ προσώπου τοῦ μηνυτοῦ καί τῆς φύσεως τοῦ ἀδικήματος, ἐνθύμιζε δέ ὀλίγον τήν περιπέτειαν τοῦ Ναστραδίν Χόντζα μέ τά βασιλικά μουλάρια.
Ὁ ὑπό κατηγορίαν ὀδοντοϊατρός ἠδυνήθη ὁπωσδήποτε ν’ ἀποδείξῃ ὅτι δέν εἶχε καμμίαν πρόθεσιν νά σκονίσῃ τό βασιλικόν πρόσωπον.
– Ἐγώ, ἀπελογήθη, κατέβαινα τήν λεωφόρον ἐντελῶς ἀνύποπτος. Ἔξαφνα ἤκουσα ἀπό πίσω μου τήν σειρῆνα ἑνός αὐτοκινήτου. Τό φυσικώτερον, ποῦ εἶχα νά κάμω καί τό ὁποῖον θά ἔκαμνε κάθε σωφέρ εἰς τήν θέσιν μου, ἦτο ν’ αὐξήσω τήν ταχύτητα τοῦ ἰδικοῦ μου.
– Διά ποῖον λόγον;
– Διά τόν λόγον τοῦ σκονίσματος ἀκριβῶς. Ἄν ἄφινα τό ἄλλο αὐτοκίνητον νά μέ προπεράσῃ, θά ἔτρωγα ἐγώ τήν σκόνη του. Καί, ὅταν ἕνας σωφέρ ἔχῃ τήν ταχύτητα εἰς τήν διάθεσίν του, τήν χρησιμοποιεῖ διά τό καλλίτερον, εἰς κάθε περίστασιν. Αὐτό ἔκαμα κ’ ἐγώ.
– Δέν ἀντελήφθητε ὅτι τό αὐτοκίνητον ἦτο βασιλικόν;
– Ὄχι. Ἡ σειρήν του δέν εἶχε κανένα διακριτικόν σάλπισμα, ὅπως θά ἔπρεπε νά ἔχῃ.
– Διατί δέν ἐστράφητε νά ἰδῆτε ποῖος σᾶς ἀκολουθεῖ; Δέν εἴχατε τοὐλάχιστον τήν ἁπλῆν περιέργειαν νά τό μάθετε;
– Καί ἄν εἶχα τήν περιέργειαν νά τό μάθω, δέν θά ἠμποροῦσα. Ἕνας σωφέρ, ποῦ ὁδηγεῖ ὁλοταχῶς, δέν μπορεῖ ἀκινδύνως νά γυρίσῃ νά ἰδῆ πίσω του. Εἶνε ὑποχρεωμένος νά κυττάζῃ ἐμπρός του. Καί μόνον διά τά συμβαίνοντα ἐμπρός του εἶνε ὑπεύθυνος.
– Πότε ἀντελήφθητε, ὅτι τό αὐτοκίνητον ἦτο βασιλικόν;
– Ὅταν εἶχα φθάσει πλέον εἰς τόν Ζῳολογικόν Κῆπον, ὅπου ἀκριβῶς μέ εἶχε προφθάσει καί τό ἄλλο αὐτοκίνητον. Τότε φυσικά, ἐσταμάτησα. Ἐσταμάτησεν ὅμως καί τό ἄλλο, ἀπό τό ὁποῖον ἕνας βασιλικός θεράπων κατέβηκε βιαστικά καί μοῦ ἐπῆρε τόν ἀριθμόν μου.
– Ἔχετε τίποτε ἄλλο νά προσθέσετε;
– Τίποτε.
Ἀθῶος ὁ κατηγορούμενος!
Τό λάθος, προφανῶς, τό εἶχεν ἡ σειρήν τοῦ βασιλικοῦ αὐτοκινήτου, ἡ ὁποία ὡμιλοῦσε τήν χυδαίαν γλῶσσαν ὅλων τῶν σειρήνων. Καί ἡ ἀπόφασις τοῦ δικαστηρίου ἐκρίθη ὡς ὀρθή καί δικαία. Ἐπί πλέον, οἱ παρακολουθήσαντες τήν περίεργον δίκην, ἀπεχώρησαν μέ ἕνα αἴσθημα χαιρεκάκου ἱκανοποιήσεως. Ὄχι βέβαια διότι ἐπεδοκίμαζαν τήν, ἀκουσίαν ἄλλως τε, ἀνευλάβειαν τοῦ ὀδοντοϊατροῦ. Ἀλλά κάθε κάτοικος τῶν Ἀθηνῶν, βαδίζων ἐπί τῶν δύο του ποδῶν καί τρεφόμενος μέ τήν σκόνην τῶν αὐτοκινήτων, χωρίς νά ἔχῃ καί τό δικαίωμα νά ζητήσῃ τό δίκαιόν του ἀπό τά δικαστήρια, δέν ἠμπορεῖ παρά νά εἶνε ὀλίγον χαιρέκακος διά τούς Ὑψηλούς ὁμοιοπαθεῖς μου. Καί ἕνας ἀπό τούς ἀκροατάς διηρμήνευσε τό κοινόν αἴσθημα.
– Τί διάβολο! Μονάχα ἐμεῖς θά τρῶμε τή σκόνη μέ τό χουλιάρι; Ἄς τήν τρῶνε πότε-πότε καί οἱ Χοεντζόλλερν!
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ