Μήνυμα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου ἀπό τόν Εὐαγγελισμό πρός τούς καιροσκόπους πού τῆς ἐπιτίθενται γιά τόν κορωνοϊό καί τήν Θεία Κοινωνία
Στίς ἀρχές Ὀκτωβρίου, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος εἶχε τήν εὐγενῆ καλοσύνη νά ἀποστείλει στόν Διευθυντή τῆς «Ἑστίας» τό νέο του βιβλίο γιά τήν ἐκκλησιαστική περιουσία. Ἡ ἀνάγνωσή του ὑπῆρξε ἀληθινή ἔκπληξις. Καί τοῦτο διότι ὁ προκαθήμενος τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας δέν περιορίστηκε στήν ἐξιστόρηση προσφάτων γεγονότων ἀλλά θεώρησε χρήσιμο νά περιλάβει στήν εἰσαγωγή τοῦ πονήματός του ἄγνωστα ντοκουμέντα γιά τήν συμβολή τῆς Ἐκκλησίας μας στούς Ἐθνικούς Ἀγῶνες τοῦ 2021. Σήμερα, ὑπό τό φῶς τῶν ἀπαράδεκτων διεργασιῶν πού πυροδότησε ἡ εἰσαγωγή καί νοσηλεία τοῦ κυρίου Ἱερωνύμου στόν Εὐαγγελισμό μετά ἀπό διάγνωση κορωνοϊοῦ, ἡ «Ἑστία», ἀφοῦ συμβουλεύτηκε συνομιλητές του, θεωρεῖ χρέος της νά παρουσιάσει στούς ἀναγνῶστες της ἕνα ἀπό αὐτά τά ντοκουμέντα. Εἶναι τό «μήνυμα» τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἀπό τήν Μονάδα Αὐξημένης Φροντίδος τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Μήνυμα καί πρός τό ἐσωτερικό τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά κυρίως πρός τά ἔξω. Πρός ἅπαντες τούς ἀδημονοῦντες ἀντικληρικαλιστές νεοφιλελεύθερους, πού ἔσπευσαν μέ ἀρθρογραφία νά καλέσουν τήν κυβέρνηση νά λάβει μέτρα κατά τῆς Ἐκκλησίας ἐπειδή μέ τήν Θεία Κοινωνία δέν τηρεῖ δῆθεν τά μέτρα τοῦ κορωνοϊοῦ. Τό μήνυμα εἶναι σαφές: Ἡ Ἐκκλησία εἶναι συνιδρυτής τοῦ Νεότερου Ἑλληνικοῦ Κράτους. Ἐκποίησε τήν περιουσία της γιά τήν ἄμυνα ἀλλά καί γιά τήν καταπολέμηση τῆς φτώχειας. Πρᾶγμα πού κάνει ἕως σήμερα. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δέν εἶναι ἀπολογούμενη στούς ἐθνομηδενιστές τῆς πολυπολιτισμικότητος. Τά ἔδωσε ὅλα γιά νά σωθεῖ τό Ἔθνος. Καί τό 1821 καί τό 1940. Τά μόνα σκεύη της πού δέν ἐκποιήθηκαν, ἦταν οἱ εἰκόνες, τά Ἅγια Δισκοπότηρα καί οἱ λαβίδες. Ὦ ἀνιστόρητοι! Τό ντοκουμέντο πού παρουσιάζεται στίς σελίδες 43-47 τοῦ βιβλίου τοῦ Ἱερωνύμου πού φέρει τόν τίτλο «Συνοπτική θεώρηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας» ἔχει ὡς ἑξῆς :
«ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΤΟ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟ ΣΩΜΑ ΕΘΕΣΠΙΣΑΤΟ
Ἐπειδή νέος στόλος ἐχθρικός, ἐκπλεύσας ἀπό τόν Ἑλλήσποντον διευθύνεται καθ’ ἡμῶν
Ἐπειδή ὁ ἄσπονδος ἡμῶν ἐχθρός, καίτοι νικηθείς ἀπό τά ὅπλα μας, ἐπιμένει μεταχειριζόμενος ὅλα τά δυνατά μέσα διά νά ἐκπληρώση τούς ἐκδικητικούς αὐτοῦ σκοπούς ἐναντίον τῆς πατρίδος καί τῆς ἱερᾶς ἡμῶν θρησκείας.
Ἐφόσον φαίνεται μεγαλυτέρα ἡ ἐπιμονή τοῦ ἐχθροῦ πρός κατόρθωσιν τῶν ἀδίκων καί ἀνοσίων σκοπῶν του ἐπί τοσοῦτον, καί ἐμεῖς θαρροῦντες εἰς τήν θείαν ἀντίληψιν, εἰς τό δίκαιον τοῦ ἐπιχειρήματος καί εἰς τάς πρωτυτέρας μας τύχας, νά διπλασιάσωμεν τήν προθυμία μας καί νά δείξωμεν εἰς τόν ἐχθρόν καί εἰς ὅλον τόν κόσμον, ὅτι ἀποφασίσαμε νά θυσιάσωμεν τό πᾶν, διά νά ὑπερασπισθῶμεν τήν πίστιν, πατρίδα, ἐλευθερία, τιμήν, τά ὑπάρχοντα καί τήν ἰδία μας τήν ὕπαρξιν.
Ἐπειδή ὁμολογουμένως τό ἁρμοδιώτερο μέσον εἰς ματαίωσιν τῶν σκοπῶν τοῦ ἐχθροῦ εἶναι ἡ ταχίστη ἔκπλευσις τοῦ ἐθνικοῦ στόλου, ἡ δέ στέρησις τῶν χρημάτων εἶναι τό μόνον ἐμπόδιον τοῦ ἀναγκαίου τούτου ἐπιχειρήματος, καί ἑπομένως μᾶς ἀναγκάζει νά προσδράμωμεν εἰς ἀμέσους πηγάς, ὅσον ἠμποροῦν ἐκ τοῦ προχείρου νά μᾶς δώσωσιν τήν ἀπαιτούμενη χρηματική ποσότητα, ἐπειδή μόναι ἄμεσαι πηγαί, ὅπου πρέπει νά καταφύγωμεν εἰς τοιαύτη καπεπείγουσαν χρείαν, εἶναι ὁ χρυσός καί ὁ ἄργυρος τῶν Μοναστηρίων καί Ἐκκλησιῶν, μέταλλα τά ὁποῖα γινόμενα νομίσματα προσφέρουσι τό ἑτοιμόματον μέσον διά νά πλουτήση τό ἐθνικόν ταμεῖον καί οὕτω νά κατασταθῆ ἐπιτήδειον εἰς τό νά παρέξει τάς ἀπαιτουμένας δαπάνας πρός ὑπεράσπιση τῆς πατρίδος, ἡ δέ ἀφαίρεσις αὕτη τοῦ χρυσοῦ καί τοῦ ἀργύρου, ἁπλῶν κοσμημάτων καί ἔργων πολυτελείας θεωρουμένων, δέν ἀντιβαίνει ποσῶς εἰς τό πρός τήν Ἁγίαν Ἐκκλησίαν ὀφειλόμενο σέβας, τῆς ὁποίας ὁ θεμελιωτής καί νυμφίος ἠγάπησε τήν ἁπλότητα, ταπείνωσιν καί πτωχείαν.
Ἐπειδή τό συμφέρον καί ἡ σωτηρία τῆς πατρίδος εἶναι σφικτά ἑνωμένα μέ τήν ὕπαρξιν καί λαμπρότητα τῆς θρησκείας καί ἄν ἐκείνη χαθῆ, αὕτη βεβαίως καθυβρίζεται καί καταπιέζεται ὥστε μόνος αὐτός ὁ ἰσχυρός καί ἀναντίρρητος λόγος δικαιώνει ἱκανῶς τά πρός σωτηρίαν τῆς Πατρίδος λαμβανόμενα μέτρα:
α. Ὅλα τά χρυσᾶ καί ἀργυρᾶ σκεύη τῶν Μοναστηρίων καί Ἐκκλησιῶν, τῶν κατά πᾶσα τήν ἑλληνική ἐπικράτεια νά δοθῶσιν εἰς τό ἐθνικό ταμεῖον.
β. Τά αὐτά σκεύη ἤ τό ἀντίτιμον αὐτῶν ἐξ ἐθνικῶν κτημάτων νά ἀφιερωθῶσιν πάλι εἰς τά Μοναστήρια καί Ἐκκλησίας, ἀφ’ ὧν ἐλήφθησαν, μετά τήν ἀποκατάστασιν τῶν πραγμάτων τῆς Πατρίδος.
γ. Ἐξαιροῦνται ἀπό τόν ἀριθμόν τῶν εἰρημένων σκευῶν αἱ εἰκόνες, τά ἱερά δισκοπότηρα καί αἱ λαβίδες.
δ. Νά διορισθῶσιν ὑπό τῆς Διοικήσεως ἀπεσταλμένοι, κατά τήν παράστασιν τῶν Μινίστρων τῆς Θρησκείας καί τῆς Οἰκονομίας, διά νά φροντίσωσι τήν σύναξιν τῶν εἰρημμένων χρυσῶν καί ἀργυρῶν συσκευῶν (…)
στ. Οἱ αὐτοί ἀπεσταλμένοι νά παραδώσωσι ζυγισμένα τά διάφορα εἴδη σκευῶν εἰς τούς ἀπεσταλμένους τῆς Οἰκονομίας καί νά λάβωσιν παρ’ αὐτῶν ἀπόδειξιν παραλαβῆς.
(…)
ι. Τά εἰρημμένα σκεύη νά μεταβληθῶσιν εἰς νομίσματα διά νά ἐπαρκέσωσιν εἰς τάς μεγίστας τῆς πατρίδας χρείας. Τήν ἀπόφαση αὐτή τῆς προσωρινῆς κυβέρνησης, ἡ ὁποία ὑπεγράφη στίς 5 Ἀπριλίου 1822 ἀπό τόν Πρόεδρο τοῦ Βουλευτικοῦ Ἀ. Μαυροκορδᾶτο καί τόν Μινίστρο, Ἀρχιγραμματέα τῆς Ἐπικρατείας καί τῶν Ἐξωτερικῶν Ὑποθέσεων Θεόδωρο Νέγρη, εἰσηγήθηκε ὁ Μινίστρος τῆς Θρησκείας Ἐπίσκοπος Ἀνδρούσης καί εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νά διατεθοῦν 800 ὀκάδες χρυσοῦ καί ἀργύρου, πού ἐτέθησαν στήν διάθεση τοῦ Ἐθνικοῦ Ταμείου.