Kι ἐκεῖ πού οἱ ὧρες τοῦ ἐγκλεισμοῦ βαραίνουν καί…
… ὁ σύρτης τοῦ δεσμοφύλακα χρόνου ἀκούγεται πολύ κοντά σου, πατᾶς τό μαγικό κουμπί. Καί τό δωμάτιο παίρνει ἕνα χρῶμα περίεργο, κάτι ἀνάμεσα σέ φῶς καί σέ ἐπιθυμία… Ἐπιθυμία νά σηκωθεῖς ἀπό τήν μπερζέρα καί νά πιάσεις τήν κιθάρα, πού ἔχει μαζέψει σκόνη ἀπό τή διπλανή οἰκοδομή καί ἔχεις λησμονήσει νά τήν περάσεις μέ τό πανάκι πού τῆς ἀρέσει νά τήν καθαρίζεις…
Κι ἀφοῦ δέν σηκώνεσαι, τά δάχτυλά σοθ κινοῦνται μηχανικά κι εἶναι σάν νά παίζεις ἐσύ τήν κιθάρα πού τήν ἱδρώνει ὁ Πορτοκάλογλου καί τήν ἄλλη, πού κραδαίνει ὁ Δεληβοριᾶς καί παίζουν τό «Πές μου παπποῦ» τοῦ Ἄκη Πάνου.
Κι ὕστερα ἀφήνεσαι στά χέρια τους καί στίς φωνές τους, μαζί μέ ἐκεῖνες τῆς Νατάσας Μποφίλιου καί τῆς Ρένας Μόρφη, καί μονολογεῖς.
«Γιά κοίτα, δέν πήγανε χαμένα τά δικά μας χρόνια, τότε πού παίζαμε στά “Μουσικά πρωινά” καί στά συνοικιακά κλαμπάκια Μπήτλς καί Ἔλβις, πού παίζαμε Ἄνιμαλς καί Στόουνς καί πού τά ἔκανε ὅλα ἐτοῦτα ζάφτι ὁ Σαββόπουλος καί ἄνοιξε δρόμους πού δέν τούς εἴχαμε φανταστεῖ»… Καί καθώς ἔχεις «μεγαλώσει στά πόδια σου» τόν μικρό Ζούλα, πού μεγάλωσε πιά καί κουμαντάρει τήν ΕΡΤ, καί καθώς ξέρεις καί τήν δική του «προϋπηρεσία» στό ρόκ, λές: «Βλέπεις, ρέ Στάμο, πού κάνουν δουλειά καί τά “Ἀχτύπητα φιλέτα”; Τίποτε δέν πάει χαμένο!»…
Καί περνάει τό Σαββατόβραδο καί τήν Κυριακή πάλι στήν μπερζέρα γιά νά δεῖς τό «ντέρμπυ».
Τί «ντέρμπυ» δηλαδή σέ ἕνα γήπεδο ἄδειο, χωρίς κόσμο! Σάν νά σοῦ σερβίρουν σέ ἀκριβό κρυστάλλινο ποτήρι ζεστή σαμπάνια! Φαντάσου, οὔτε μιά φορά δέν σηκώθηκες ἀπό τήν θέση σου! Κατάντια! Κι ἀφήνεις τό ποδόσφαιρο, πού δέν σέ θέλγει –ἄδειο κέλυφος καί ξαναπατᾶς τό, ἴδιο μέ χθές, μαγικό κουμπί!
Καί, ὦ Θεεέ τῆς νιότης μας, λάμπει σάν τό Βόρειο Σέλας ἡ φαλάκρα τοῦ Διονύση, εὐρύτατη πλέον, μέ ἕνα σχεδόν κοτσιδάκι στό ἀκόμη ἀνθισμένο πίσω μέρος τῆς κεφαλῆς, ἀλλά μέ τά ἴδια φωσφορίζοντα μάτια, νά ἐκπέμπουν τήν ζεστασιά τοῦ «Ροντέο» καί τοῦ «Κυττάρου»… Καί ξαφνικά, γεμίζει τό δωμάτιο θάλασσα, πουλιά, λαμπιόνια, κι ἕνα παλιό γραμμόφωνο καί μιά κιθάρα μέ τό «μί καντίνι» σπασμένο, μέ τήν ὁποία παίζεις σέ ἕνα πάρτυ, στό σπίτι τῆς Μένυας Παπαδοπούλου «Τά πουλιά τῆς δυστυχίας»! Καί ἡ Μένυα στά πόδια σου, μαζί κι ὁ Γιάννης Δημαρᾶς, πού ἔχει πιεῖ καί προσπαθεῖ νά σοῦ κάνει «δεύτερη».
Καί ξεχύνεται ὁ Διονύσης μέ τήν παρέα του, μιά ὀρχήστρα πού «κεντάει»! Και δέν μπορεῖς νά κρατήσεις τά δάκρυα χαρᾶς! «Ναί, ρέ φίλε! Αὐτή εἶναι ἡ γενιά μας κι ὁ Διονύσης μπροστά, κι ἄς λένε ὅ,τι θέλουνε οἱ “συνεπεῖς”».
Περάσαμε μύρια κύματα, ἀλλά μποροῦμε νά κλάψουμε μέ «Τά παιδιά πού χάθηκαν», νά οὐρλιάξουμε μέ τό «With a little help from my friends», νά ἀνέβουμε στό κρεβάτι καί νά ξελαρυγγιαστοῦμε μέ τό φινάλε τοῦ «Hey Jude» ! Κι ἄς φωνάζει ἡ ἐγγονή μας «Γιαγιά, ὁ παπποῦς τρελάθηκε»!
Μπράβο καί στό «Μέγκα» καί σέ μᾶς, τούς ἐκδρομεῖς τοῦ ἑξήντα!