Οὔτε πού τό κατάλαβα ὅτι χθές ἦταν ἡ τελευταία Κυριακή πρίν ἀπό τά Χριστούγεννα!
Τέτοιες μέρες ἤμασταν ὅλοι «σέ ἀναμμένα κάρβουνα». Νά τρέξουμε ἀπό ’δῶ κι ἀπό ’κεῖ, νά κανονίσουμε τίς δουλειές μας ὥστε νά ἔχουμε καιρό νά βγοῦμε «στά μαγαζιά». Ὄχι τόσο γιά τά ψώνια, ἀλλά γιά τήν ἱεροτελεστία.
Νά πάρουμε τήν κυρά καί τόν μικρό καί νά ἀνέβουμε στήν Ἀθήνα, νά δοῦμε τίς βιτρίνες, νά βροῦμε κανά σωστό Ἅγιο-Βασίλη καί νά φωτογραφηθεῖ τό παιδί, νά πᾶμε στόν «Δραγώνα» καί στό «Μινιόν», νά ψωνίσει κάτι ἡ κυρία καί ὁ μικρός, νά πάω κι ἐγώ (νέος πατέρας καί μοδέρνος) στοῦ «Ναούμ» νά πάρω κανένα ἀμερικάνικο πανταλόνι καί «κανά πουκάμισο χαβανέζικο!».
Ἦταν ἕνα πανηγύρι τά ψώνια. Χωρίς «φίρμες» καθώς εἴχαμε τά δικά μας, καλά προϊόντα. Τά πλεκτά ἦταν ἑλληνικά, τά παπούτσια ἑλληνικότατα, τά κασμήρια «Τρία Ἄλφα» καί «Τρία Δέλτα», ὑπῆρχε καί ὁ «Κάπα Μαρούσης» πού εἶχε τό «μισοέτοιμο» κοστούμι. Καί γιά παιγνίδια, ἑλληνικά, ἑλληνικότατα. Ἡ «Ἐλ Γκρέκο» ἀλλά καί ἄλλα, μικρά ἀλλά καλά στεκούμενα ἐργοστάσια κατασκευῆς παιγνιδιῶν. Καί χωρίς «κάρτες». Σέ ἐλάχιστα μαγαζιά ὑπῆρχε τό σῆμα τῆς «Ντάινερς», κι ἐγώ, ὅταν ἤμουν παιδί καί μάθαινα ἐγγλέζικα, νόμιζα ὅτι ἦταν κανένα κλειστό κλάμπ γιά γεύματα (ἐκ τοῦ dinner). Καί στόν Πειραιᾶ εἴχαμε καλά μαγαζιά καί γέμιζαν οἱ δρόμοι κόσμο. Πιένες ἔκανε ἕνα κατάστημα ἐνδυμάτων, ὁ «Σάκης», ὁ ὁποῖος εἶχε βρεῖ ἕνα σπουδαῖο κόλπο. Πλήρωνε ἕναν πλανόδιο λαχειοπώλη, ὁ ὁποῖος μποροῦσε νά κάνει τόν «ζωντανό κοῦκλο» στήν βιτρίνα. Ἔτσι, ὁ κόσμος χάζευε στήν βιτρίνα τοῦ «Σάκη» κι ἔβλεπε ἕναν ἄνδρα, ντυμένο μέ μαῦρο κοστούμι καί παπιγιόν, νά κουνάει τά χέρια καί τά πόδια του ἔτσι πού νά μοιάζει μέ κουρδισμένη κούκλα, Δέν ξέρω τί τοῦ ἔδινε ὁ «Σάκης», ἀλλά ὁ λαχειοπώλης εἶχε ἀποδειχθεῖ «λαχεῖο» γιά τόν καταστηματάρχη… Λίγο πιό παλιά, ὁ Πειραιᾶς ἦταν ἐκεῖνος πού συγκέντρωνε τό ἐνδιαφέρον τῶν Ἀθηναίων. Ὁ δήμαρχος Ἀριστείδης Σκυλίτσης στόλιζε τήν πόλη φαντασμαγορικά, τήν διατηροῦσε πεντακάθαρη καί μάλιστα ἔστηνε στό Πασαλιμάνι μία ἐξαιρετικά ὄμορφη «Φάτνη», ἡ ὁποία εἶχε πάντα κρατημένη τήν πρώτη σελίδα τῶν ἐφημερίδων, ἀλλά καί τά ρεπορτάζ τῆς ἀσπρόμαυρης τηλοψίας, τά ὁποῖα κρατοῦσαν πάντα χρόνο γιά νά ἐπαινέσουν τήν εὑρηματικότητα καί τό γοῦστο τοῦ διαφημιστῆ δημάρχου (δική του ἦταν ἡ μεγάλη διαφημιστική ἑταιρεία [«Γκρέκα»]. Ἀργότερα, ὅταν «ἄλλαξαν τά πράγματα», οἱ ἴδιες φωνές, τά ἴδια πρόσωπα, στήν ἴδια τηλοψία, ἦταν ἐκεῖνα πού ἀποδομοῦσαν «τόν χουντικό δήμαρχο μέ τίς “κίτς” ἰδέες!»…
Χθές, λοιπόν, εἴχαμε κλείσει ραντεβού μέ τόν υἱό, νά πᾶμε γιά κούρεμα! Ὁ κουρέας εἶχε «πελάτη» καί περιμέναμε ἀπ’ ἔξω, στόν δρόμο, ἀφοῦ δέν ἐπιτρέπεται στό κουρεῖο νά ὑπάρχει ἄλλος πλήν τοῦ κουρέα καί τοῦ πελάτη! «Τό φανταζόσουν ὅτι θά περιμέναμε στόν δρόμο γιά νά κόψουμε τά μαλλιά μας;» τόν ρώτησα. Ἡ ἀπάντηση ἦταν ὅτι «καλό εἶναι. Ἀφοῦ κάνουμε τόν προαυλισμό μας νά διαρκέσει περισσότερο»! Πόσο δίκιο εἶχε! Μπῆκε ἐκεῖνος πρῶτος γιά κούρεμα καί καθώς τόν παρακολουθοῦσα καθισμένος σέ μιά καρέκλα, στό πεζοδρόμιο, σκέφτηκα πόσα Χριστούγεννα πέρασαν ἀπό τότε πού τόν πήγαινα μέ τήν μαμά του στόν κουρέα…