Πάντα μέ προβλημάτιζε ὁ Ἰούλιος. Μικρός, μπερδευόμουν, καθώς τήν πρώτη Ἰουλίου εἶχε πανηγύρι στούς ἁγίους Ἀναργύρους
«Μά, καλά, δέν εἶχε πανηγύρι τήν πρώτη Νοεμβρίου;» ρωτοῦσα τήν γιαγιά μου, μιά σπουδαία Ὑδραία, πού γέννησε δεκατρία παιδιά, ἐκ τῶν ὁποίων ἐπέζησαν τά ὀκτώ, μεταξύ τῶν ὁποίων ἡ μητέρα μου. «Εἶναι δύο οἱ ἅγιοι Ἀνάργυροι, δύο φορές ἑορτάζουν» μοῦ ἔλεγε. Κ ἐγώ, πού ἤμουν ἀκόμη στήν ἡλικία τῶν ἀποριῶν, ρωτοῦσα: «Καί γιατί δέν γιορτάζουν δύο φορές ὁ Κώστας καί ἡ Ἑλένη;»…
Ὁ πατέρας μας, ἰατρός ἔμπειρος, μᾶς ἔλεγε ὅτι ὁ Ἰούλιος εἶναι ὁ πιό θερμός μήνας τοῦ ἔτους. «Καί γιατί παίρνει ἄδεια ὁ μπαμπᾶς τόν Αὔγουστο;» ρωτοῦσα, ἀλλά ἀπάντηση δέν ὑπῆρχε…
Μεγαλώνοντας, ἔβλεπα ὅτι ὁ Ἰούλιος ἦταν πράγματι περίεργος. Κατ’ ἀρχάς, ἔφευγαν ὅλοι οἱ φίλοι μου γιά διακοπές. Ἄλλος γιά τό χωριό τῆς μάνας του, κοντά στή γιαγιά καί τόν παπποῦ, ἄλλος στήν κατασκήνωση τῆς Ἐκκλησίας, ἄλλος στίς κατασκηνώσεις τοῦ Οἴκου Ναύτου καί μέναμε στήν γειτονιά δυό-τρία παιδιά, πού δέν μπορούσαμε νά παίξουμε τά παιγνίδια τοῦ δρόμου… Βεβαίως, ὁ Ἰούλιος παρέμενε ζεστός, καθώς ὁ Θεός εἶχε προγραμματίσει τά μελτέμια γιά τόν Αὔγουστο. Ἀλλά ὑπῆρχε, εὐτυχῶς, τό «λάστιχο», ὁ σωλήνας, δηλαδή, τοῦ ποτίσματος, κάτω ἀπό τόν ὁποῖο δροσιζόμασταν, χωρίς φόβο νά βραχοῦν τά ροῦχα μας, ἀφοῦ κυκλοφορούσαμε μέ τό «μαγιό» καί ξυπόλητοι! Ὑπῆρχε ἐπίσης πάντα κρύο καρπούζι στό ψυγεῖο. Στήν ἀρχή στό ψυγεῖο πάγου καί ἀργότερα, στό ἠλεκτρικό, ἕνα «frigidair» πού ἀγοράσαμε ἀπό «οἰκογένεια Ἀμερικανῶν».
Τότε, οἱ Ἀμερικανοί πού ἐργάζονταν στίς βάσεις τοῦ Ἑλληνικοῦ καί τῆς Νέας Μάκρης, ὅταν ὁλοκλήρωναν τήν θητεία τους στήν Ἑλλάδα, πουλοῦσαν τήν οἰκοσκευή τους, μέσω τῶν «Μικρῶν ἀγγελιῶν» τῶν ἐφημερίδων. Ἐμεῖς ἀγοράσαμε ψυγεῖο, μιά ἠλεκτρική κουζίνα «general electric», ἕνα ἔπιπλο-μπάρ καί ἕνα τραπέζι βεράντας, μέ καρέκλες ἀπό «φορμάικα»! Καί καμαρώναμε πού εἴχαμε ἀγοράσει πράγματα «ἀπό τούς Ἀμερικάνους». Ἔτσι ἦταν τότε ἡ ζωή…
Τό παγωμένο καρπούζι, λοιπόν (καρπούζι …καρπούζι καί ὄχι κολοκύθι) καί καμμιά φορά τό «ἀργίτικο πεπόνι», ἦταν ἀπολαύσεις τοῦ Ἰουλίου στήν πόλη. Τότε δέν γνωρίζαμε τήν ὕπαρξη τοῦ «καύσωνα». Εἴχαμε «ζέστη» καί «πολλή ζέστη»…
Οἱ δρόμοι ἦταν χωμάτινοι καί ἡ γῆ ἀνέπνεε, τά σπίτια ἦταν χαμηλά καί τά παράθυρα πολλά καί ὀρθάνοιχτα μέρα-νύχτα. Καί κάποιες φορές, ὑπῆρχαν καί τά πούλμαν πού ὀργάνωναν «Θαλάσσια μπάνια στήν μαγευτική Ραφήνα». Ἦταν μαγικά ἐκεῖνα τά ἡμερήσια ταξίδια. Φεύγαμε ἀπό τήν πλατεῖα στίς ὀκτώ τό πρωί, στίς δέκα ἤμασταν στήν Ραφήνα, μέ τό κολατσιό μας τυλιγμένο στά «καλαθάκια» μας, μέ τίς μαμάδες μας ἀπό κοντά καί περνούσαμε μέχρι τό ἀπόγευμα ὑπέροχα, βουτώντας στήν πεντακάθαρη θάλασσα…
Ἀργότερα, ἔφηβοι πιά, πηγαίναμε συχνά γιά μπάνιο στόν Πειραιᾶ, στήν «πλάζ Ἀδαμοπούλου» (σημερινά «Βοτσαλάκια»). Μέ τό πακέτο τοῦ ἄφιλτρου «Camel» στό τσεπάκι (τό κάπνισμα σέ ἔκανε αὐτομάτως ἄνδρα) καί τό μπλού-τζήν μέ γυρισμένα τά μπατζάκια, εἴχαμε ὅλο τόν κόσμο στά πόδια μας… Μέχρι πού ἦλθε ἐκεῖνος ὁ Ἰούλιος τοῦ 1974 καί σημάδεψε τήν ζωή μας. Γι’ αὐτόν, θά μιλήσουμε σύντομα…