Ἄν εἴχαμε κάποιον ὀργανισμό πού νά ἐνδιαφέρεται γιά τήν παράδοση…
… ἄν ἀγαπούσαμε καί προσέχαμε τήν παράδοση, ἡ Φιλιώ Πυργάκη ἔπρεπε νά εἶχε ὁρισθεῖ διά βίου ἐπί κεφαλῆς!
Δέν γνωρίζω πόσοι ἐξ ὑμῶν, ἀγαπητοί, ἔχετε παρευρεθεῖ καί ἔχετε ἀπολαύσει τό παλαιό ἑλληνικό πανηγύρι. Ἀναφέρομαι στά πανηγύρια ἐκεῖνα, ὅπου ἀκουγόταν τό σωστό, τό παραδοσιακό, τό ἐπιμελῶς, ἐπιπόνως καί μέ θυσίες διασωζόμενο ἑλληνικό (δημοτικό) τραγούδι. Φιλιώ Πυργάκη, Γιῶργος Παπασιδέρης, Δημήτρης Ζάχος, Τάκης Καρναβᾶς, Γιάννης Κωνσταντίνου, Γιούλα Κοτρώτσου, Γιῶργος Τζαμάρας, Ἀνδρέας Τσαούσης, Κώστας Σκαφίδας, Πετρολούκας Χαλκιᾶς, Γιάννης Βασιλόπουλος, Σοφία Κολλητήρη, Ἄννα Καραμπεσίνη, Ἀλέκος Κιτσάκης, Γιῶργος Μάγκας, Βασίλης Σαλέας, εἶναι μερικά ἀπό τά «ὀνόματα» πού πρόλαβα καί ἄκουσα στά πανηγύρια! Ἔχω ἀκούσει ἀπό ἠχογραφήσεις τούς νέους, Γιῶτα Γρίβα, Γωγώ Τσαμπᾶ, Γιῶργο Βελλισάρη, μαγεύομαι ἀπό τό χρῶμα τοῦ Μάνου Ἀχαλινωτόπουλου καί ἀπολαμβάνω τό παίξιμο τοῦ Γιώργου Πλαστήρα καί τοῦ Θανάση Βασιλόπουλου! Ἐκεῖ, λοιπόν, στό πάλκο πού ἦταν φτιαγμένο ἀπό τά κομμάτια κάποιας οἰκοδομικῆς σκαλωσιᾶς, μέ τά τραπέζια διάσπαρτα στήν ἁπλωσιά τοῦ χωριοῦ ἤ στήν πλατεῖα τῆς κώμης ἀλλά καί τῆς πόλεως, ἀναπέμπονταν οἱ θυσίες στούς Θεούς τῆς μουσικῆς. Ἀνάμικτοι μέ τήν κνῖσα, οἱ ἦχοι τοῦ εὐθυαύλου εἶναι βέβαιο ὅτι ἔφθαναν στόν Διόνυσο, στόν Ἀπόλλωνα, ἀλλά καί στόν Πᾶνα, πού θά ἦταν κρυμμένος σέ κάποιες φυλλωσιές τοῦ Παραδείσου. Ἔ, λοιπόν, ἡ Φιλιώ Πυργάκη, πού ἔφυγε χθές ἀπό τήν ζωή στά 82 της χρόνια, ἄν ζοῦσε στά χρόνια τοῦ Περικλέους, θά ἦταν, χωρίς ἀμφιβολία, ἱέρεια τοῦ Πανός, ἀφοῦ στίς γυναῖκες ἀπαγορευόταν νά μετέχουν στόν «χορό» τῶν τραγωδιῶν καί τῶν κωμωδιῶν πού διδάσκονταν στά θέατρα… Ἀπό τά τραγούδια τῆς Φιλιώς Πυργάκη, ἀπό ἐκεῖνα, δηλαδή, πού τῆς ζητοῦσαν καί ἔλεγε στά πανηγύρια, μοῦ ἔχει μείνει πιό πολύ ἀπό ὅλα ἐκεῖνο τό ἀργό τσάμικο, πού τῆς ζητοῦσε ὁ πατέρας μου κι ἀργότερα κι ἐγώ, σέ ὅποιο πανηγύρι τήν πετύχαινα, γιά νά τόν θυμᾶμαι: «Σήκω Διαμάντω μ’ νά πᾶς γιά ξύλα/ δέν μπορῶ, μάνα μ’, δέν μπορῶ»…
Ἀπόσπασμα ἀπό συνέντευξη τῆς Φιλιῶς Πυργάκη στήν «lifo» καί τόν Μ. Ηulot: «Ἤμουν ἕνα χωριατοκόριτσο ἀπό τήν Πελοπόννησο. Φτωχιά πολύ, πήγαινα μέ τά πρόβατα στό βουνό καί τραγουδοῦσα. Ὅταν μέ πῆρε μαζί του ὁ θεῖος μου νά τόν συνοδέψω σέ ἕνα γάμο, ἤμουνα ἕτοιμη. Δέν χρειαζόμουν οὔτε δάσκαλο οὔτε σχολή. Εἶμαι αὐτοδίδακτη. Ὅ,τι κατεβάζει ὁ ἐγκέφαλος τό τραγουδάει ἡ Πυργάκη. Ἀπό 14 χρονῶν μέ ἔπαιρνε μαζί του, ἐκεῖ ψήθηκα, πάνω στή δουλειά. Στά 17 ἀποφάσισα νά ἀνέβω στήν Ἀθήνα, δέν μέ σήκωνε τό χωριό. Ξεκίνησα τά πανηγύρια καί μέ τή βοήθεια τοῦ λαιμοῦ μου ἀνέβηκα ψηλά. Καί μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Κοντεύω 45 χρόνια στό τραγούδι, 45 χρόνια ξενύχτισσα, δέν ἔχω κανένα παράπονο ἀπ’ τή δουλειά μου, παιδί μου. Ὁ κόσμος στήν περιφέρεια μέ λατρεύει, ἔρχομαι στά πανηγύρια καί ξημερώνομαι»… «Γιατί δέν ἐμφανίζεστε στίς ἐκπομπές τῆς τηλεόρασης;» ἐρωτᾶ ὁ δημοσιογράφος. «Ποῦ νά βγῶ; Τό δημοτικό, παιδί μου, δέν εἶναι τραγούδι γιά νά πλένεις τά πιάτα!»… Στό καλό, Κυρία Φιλιώ Πυργάκη. Θά σᾶς θυμόμαστε πάντα…