Καύσων, ξε-καύσων, ζαλώνομαι τό μικρό μου σακίδιο καί ξεκινῶ γιά μιά μικρή περιπέτεια
Μία ἀπό ἐκεῖνες τίς περιπέτειες τίς ὁποῖες προκαλῶ νά μοῦ συμβοῦν, καθώς ἐπιμένω νά χρησιμοποιῶ τά μέσα μαζικῆς μεταφορᾶς, μοναδικούς φορεῖς (πλήν τῶν ἰώσεων καί τῶν λοιπῶν μικροβίων) τῶν πραγματικῶν διαστάσεων καί εἰκόνων τῆς καθημερινότητας.
Θυμᾶμαι τόν Ἀλέκο Σακελλάριο πού μοῦ ἔλεγε: «Τό μυστικό τοῦ νά ἀποδίδεις τήν εἰκόνα τῆς ζωῆς, εἶναι νά τήν ζεῖς!»… Πόσο δίκαιο εἶχε…!
Ξεκινῶ, λοιπόν, ἀπό τό σπίτι, στήν Καστέλα, βγαίνω στήν λεωφόρο καί, βαδίζοντας ἀργά καί ἀπό τήν πλευρά πού δέν χτυπάει ὁ πρωινός ἥλιος, κατευθύνομαι ἀρχικά πρός τό Μετροπόλιταν, προκειμένου νά κλείσω ἕνα ραντεβού γιά μιά ἐξέταση τῆς συμβίας, καθώς τό Ταμεῖο μας ἔχει συμβληθεῖ μέ τό ἐν λόγω θεραπευτήριο-πολυκλινική…
Φθάνω στήν εἴσοδο. Ἐλαφρός συνωστισμός, ἀλλά μέ μάσκες καί –κατόπιν ὑποδείξεως τῶν ὑπαλλήλων– ἀντισηπτικό γιά τάς χεῖρας.
Ὁλοκληρώνω τήν ἐπίσκεψή μου σέ ἐλάχιστο χρόνο, κλείνω τό ραντεβού καί βαδίζω πλέον πρός τόν σταθμό τῶν ΗΣΑΠ τοῦ Νέου Φαλήρου. Περνῶ ἐμπρός ἀπό τό πρώην «Λούνα-Πάρκ τά δελφινάκια» πού ἐπί σειρά ἐτῶν ὁ Δῆμος Πειραιῶς «τό ἀγοράζει-δέν τό ἀγοράζει» καί ἔτσι παραμένει ἀνοιχτό πρόβλημα, καί φθάνω στόν σταθμό. Μέ καύσωνα 40 βαθμῶν, οἱ κυλιόμενες σκάλες καί ὁ ἀνελκυστήρας, εἶναι σέ ἀκινησία! Πεπεισμένος ὅτι θά ζήσω μία ἀκόμη μικρή Ὀδύσσεια, ἀνεβαίνω ἀργά τά σκαλιά, μουρμουρίζοντας «Τά ματόκλαδά σου λάμπουνε» γιά νά κρατήσω ρυθμό. Στήν ἀποβάθρα, ἕνας νεαρός, προφανῶς ὑπάλληλος τῶν ΗΣΑΠ, φορώντας ἕνα φωσφορίζον γιλέκο, ἀγορεύει πρό τούς ἀναμένοντες, οἱ ὁποῖοι κρέμονται ἀπό τά χείλη του.
«Κάηκαν κάτι καλώδια ἐδῶ παρακάτω καί αὐτός ὁ συρμός θά σᾶς πάει μέχρι Ταῦρο. Ἐκεῖ θά ἀλλάξετε συρμό καί θά πάτε πρός Κηφισιά. “Καί τί ἀκριβῶς ἔχει συμβεῖ;” ρωτᾶ μιά κυρία. “Νά σᾶς πῶ ὅτι πρό ὀλίγου ἔμαθα ὅτι ἔγινε σεισμός 8,2 ρίχτερ στήν Ἀλάσκα! Νά σᾶς πῶ ἐπίσης ὅτι μέ τίς παρεμβάσεις πού κάνει ὁ ἄνθρωπος στό περιβάλλον, ἡ κλιματική ἀλλαγή μᾶς ἀπειλεῖ καί μέ τέτοιες θερμοκρασίες, πού δημιουργεῖ ἡ τρῦπα τοῦ ὄζοντος, εἶναι φυσικό νά ἔχουμε ζημιές στά δίκτυα”» ἀποφαίνεται ὁ στοχαστής μέ τό γιλέκο, ἀποκλείοντας τήν πιθανότητα τῆς κακῆς συντηρήσεως ἀπό τόν ΗΣΑΠ. «Δέν συμβαίνουν τυχαῖα αὐτά. Τά προκαλεῖ ἀνθρώπινο χέρι!» λέει ἕνας κύριος, πού κραδαίνει μιά ἐφημερίδα ἀπό ἐκεῖνες πού προβλέπουν καταστροφές καί πανικό.
«Ὄχι μόνο αὐτό. Ὅλα αὐτά πού μᾶς συμβαίνουν, τά κάνουν οἱ πολιτικοί, πού εἶναι πουλημένοι στίς δυνάμεις τοῦ σατανᾶ!» λέει μιά κυρία, τῆς ὁποίας τό παρουσιαστικό κάθε ἄλλο παρά σέ κάποιες «Θεοῦσες» παραπέμπει. Ἀντιλαμβάνομαι ὅτι ἡ ὑπόθεση ἔχει ψωμί καί ἀποφασίζω νά δράσω! Ὅσο μπορῶ πιό συνωμοτικά, ἀλλά ἀρκετά δυνατά γιά νά ἀκουστῶ, ρίχνω τήν κροτίδα: «Γιατί, μήπως εἶναι ἄμοιρα εὐθυνῶν γιά τήν μαύρη μοῖρα πού μᾶς περιμένει τά ἐμβόλια;»… Ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ, ταχύτερα καί ἀπό τήν Φάιζερ καί τήν Τζόνσον, ἀρχίζει ἕνας ἔντονος διάλογος, μέ τούς περισσότερους νά βάλλουν κατά τοῦ «ἐμβολιασμοῦ μέ τό ζόρι», ἡ κυρία ψάλλει κάποιο τροπάριο, ὁ ὑπάλληλος μέ τό γιλέκο συναινεῖ εὐτυχής καί ἐνῶ φθάνει, ἐπί τέλους, ὁ συρμός καί ὁ ὁ περί ἐμβολίων διάλογος ἔχει ἀνάψει, ἕνας καλοντυμένος κύριος, μέ ἕναν ὑπέροχο «παναμᾶ» στήν κεφαλή, ἀποφαίνεται: «Ἔ, ρέ ξύλο πού θέλετε!»…