H ΚΥΠΡΟΣ εἶναι μία ἀπό τίς πρῶτες ἀναμνήσεις τῆς ζωῆς μου ἀπό τότε πού θυμᾶμαι τόν ἑαυτό μου. Πρώτη φορά ἄκουσα τήν λέξη «πόλεμος» ἐκεῖνο τό καλοκαίρι τοῦ 1974.
Καί τήν ἄκουσα ἀπό τήν μητέρα μου. Εἶχε πάει γιά τά ψώνια τοῦ σπιτιοῦ μέχρι τό μπακάλικο τοῦ χωριοῦ, μά ἀργοῦσε χαρακτηριστικά. Ἡ εἰκόνα της εἶναι ἡ πρώτη εἰκόνα τῆς ζωῆς μου. Τήν εἶδα νά «ξαντίζει» (προβάλλει) πανικόβλητη στήν μικρή ἀνηφόρα πού χώριζε τήν ἀμυγδαλιά ὅπου ἦταν ἡ στάση τοῦ λεωφορείου μέχρι τήν μονοκατοικία μας, νά τρέχει ξέπνοη, κατακόκκινη, μέ δάκρυα στά μάτια γιά νά μᾶς πεῖ ὅτι στήν Κύπρο γίνεται πόλεμος καί ὁ πατέρας πρέπει νά πάει ξανά ἐκεῖ. Αὐτό τό «ξανά» δέν τό κατάλαβα καλά ἐκείνη τήν ὥρα, μοῦ διευκρινίστηκε πολλά χρόνια ἀργότερα, ὅταν ὁ πατέρας μου σέ μεγάλη ἡλικία πιά μοῦ διηγήθηκε τίς θύμησές του ἀπό τήν θητεία του στήν Μεγαλόνησο τό 1966 μέ τό φοιτητικό ψευδώνυμο «Φρῖξος».
Ἡ Κύπρος εἶναι μία ἀπό τίς πρῶτες ἀναμνήσεις τῆς ζωῆς μου. Θυμᾶμαι τόν πατέρα μου ἐκεῖνο τό καλοκαίρι νά ἀγοράζει πέντε σακκιά πατάτες καί δέκα κιβώτια γάλα «νουνού» διά πᾶν ἐνδεχόμενον· «ποιός ξέρει πότε θά γυρίσουμε;» Τόν θυμᾶμαι νά βάζει κάποια πρόχειρα ροῦχα σέ ἕνα σάκ βουαγιάζ καί νά ἐπιβιβάζεται στήν σεβρολέτ τοῦ Ἀντώνη, τά ἀμερικανικά ταξί πού κυκλοφοροῦσαν τότε στό νησί. Λίγο πρίν φύγει ἄκουσα ἀπό τά χείλη του μιά νέα λέξη πού ἀκόμη καί σήμερα ἀρκεῖ γιά νά θυμηθῶ μέ ἀκρίβεια ὅλα ὅσα συνέβησαν ἐκείνη τήν ἀποφράδα μέρα: «Ἐπιστράτευση».
Ἡ Κύπρος μέ τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τρόπο ὑπάρχει μέχρι καί σήμερα ὄμορφα στήν ζωή μου. Θά παραφράσω τόν τίτλο ἑνός βιβλίου τοῦ φίλου συγγραφέα Βασίλη Ἀλεξάκη πού ἔχω καιρό νά δῶ. Εἶχε γράψει ἕνα ὡραῖο μυθιστόρημα γιά τά συναισθήματα: Θα σέ ξεχνάω κάθε μέρα εἶναι ὁ τίτλος του. Ὅταν πρόκειται γιά τήν Κύπρο ὁ δικός μου τίτλος εἶναι «Θα σέ θυμᾶμαι κάθε μέρα». Τό αἰσθάνομαι ἔτσι ἀλλιῶς καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τοῦ χρόνου, κάθε φορά πού μαθαίνω μιά πληροφορία πού ἔρχεται γιά τήν Μεγαλόνησο ἤ ἀπό τήν Μεγαλόνησο, ὅπως ἡ τελευταία ὁμιλία Κασουλίδη.
Τό αἰσθάνομαι πιό δυνατά μετά καί τήν περυσινή ἐπίσκεψή μου, τέτοια ἐποχή, δεύτερη φορά στά φυλακισμένα μνήματα, στόν τάφο τοῦ Εὐαγόρα Παλληκαρίδη, στούς πίνακες μέ τούς πρόσφυγες στό Ἵδρυμα Λεβέντη. Ναί, «θα σέ θυμᾶμαι», πρέπει νά σέ θυμᾶμαι. Καί δέν θά σταματήσω νά σέ θυμᾶμαι, γιατί ἐμεῖς οἱ Ἑλλαδῖτες, βασικά ἐκεῖνοι πού μᾶς κυβερνοῦσαν τότε δηλαδή, ἔχουμε μεγάλο κρῖμα στόν λαιμό μας γιά τό ἔγκλημα πού ἔγινε. Θά σέ θυμᾶμαι καί δέν θά πάψω νά ξεχνῶ τίς εἰκόνες ἀπό ἐκεῖνες τίς ἡμέρες τῆς εἰσβολῆς τοῦ Πρώτου Ἀττίλα πού στοιχειώνουν τίς ζωές μας, γιατί στήν πατρίδα μου ὑπάρχουν ἀκόμη ἀκραῖοι ἄνθρωποι πού θέλουν νά καλύψουν τήν ντροπή τους γιά τήν ἐθνική τραγωδία κρυπτόμενοι πίσω ἀπό φράσεις τοῦ τύπου «κεῖται μακράν». Πού θέλουν νά ξεχάσουν ὅτι Ἕλληνες ἀξιωματικοί, δικτάτορες, βαρύνονται μέ τήν αἰσχύνη τῆς ἀπώλειας ἐθνικοῦ ἐδάφους τό ὁποῖο εἶχαν λάβει ὅρκο νά φυλάσσουν. Θά σέ θυμᾶμαι, ἐπίσης, εἰδικά φέτος, πού περνᾶμε τόν καιρό μας μέ ἱστορίες γιά ἀποσταθεροποιήσεις, κόκκινες ἀρκοῦδες καί ρωσσικά κεφάλαια, διότι δέν ξεχνῶ ποῦ ἀποφασίστηκε καί ἀπό ποιούς ὁ διαμελισμός τῆς πατρίδας μας. Τό κτύπημα στόν Ἑλληνισμό. Σέ ποιό σπίτι, ποιοῦ διάσημου Ἕλληνα ἐκδότη τῆς διαπλοκῆς, μέ ποιούς πράκτορες, ποιᾶς δύναμης, σέ ποιό νησί τοῦ Ἀργοσαρωνικοῦ. Τό ξέρω, εἶμαι λίγο περίεργος, προφανῶς καί ἐκτός …γραμμῆς , ἀλλά ἡ ἱστορία πού ἔχω νά σᾶς διηγηθῶ σήμερα ἀπό προσωπικές καί συλλογικές μνῆμες αὐτή εἶναι. Αὐτή μέ ὁρίζει. Χωρίς ἀναφορά σέ αὐτήν εὔκολα θά προσχωροῦσα καί ἐγώ στό μέτωπο τῶν ἀντικειμενικῶν Ἑλλήνων. Τῶν ρεαλιστῶν. Πού θέλουν λύση γιά τό Κυπριακό ὅπως-ὅπως, γιατί πράγματι στήν δική τους σκέψη ἡ Κύπρος κεῖται μακράν. Θά σέ θυμᾶμαι κάθε μέρα λοιπόν! Ὑπόσχομαι.