Ἔχω πάρει ἕνα ταξί ἀπό τήν πλατεῖα Ἁγίου Νικολάου, στήν Νίκαια, γιά τό σπίτι μας, στήν Καστέλα
Ἀπό τότε πού ἔφθασε τό μετρό στή Νίκαια, κατεβαίνω ἐκεῖ, κάνω μιά βόλτα μέχρι τό πατρικό μου σπίτι, βλέπω μερικούς φίλους καί ἐπιστρέφω στήν πλατεῖα γιά νά πάρω ταξί. «Νά βάλω κανένα τραγουδάκι στό μηχάνημα;» μέ ρωτᾶ κάποια στιγμή ὁ ὁδηγός. «Ποιόν σταθμό θά βάλετε;» ἐρωτῶ. «Μπά, δέν ἀκούω ραδιόφωνο! Φτιάχνω μόνος μου “στικάκια” στό σπίτι» ἀπαντᾶ.
Δίνω τήν ἄδεια πού ζήτησε, καί τοποθετεῖ τό στικάκι στήν ὑποδοχή. Καί ἀκούγεται ἡ εἰσαγωγή ἀπό τόν «Τσάμικο» τοῦ Μάνου Χατζιδάκι, ἀπό τήν «Ἀθανασία», σέ ποίηση Νίκου Γκάτσου, μέ τήν κιθάρα τοῦ Νότη Μαυρουδῆ. Κι ὕστερα, ἔρχεται γλυκά καί ἁπαλά τό μπουζοῦκι τοῦ Θανάση Πολυκανδριώτη, ἡ ἅρπα τῆς Ἀλίκης Κρίθαρη καί στήν συνέχεια τά ἄλλα ὄργανα, καί ἡ βαθειά φωνή τοῦ Μητσιᾶ.
«Στά κακοτράχαλα τά βουνά, μέ τό νταοῦλι καί τόν ζουρνᾶ», καί παρακάτω «δική τους εἶναι μιά φλούδα γῆς, μά Σύ Θεεέ μου τούς εὐλογεῖς/ γιά νά γλυτώσουν αὐτή τή φλούδα, ἀπ’ τό τσακάλι καί τήν ἀρκούδα», καί ἐνῶ ψάχνω νά βρῶ τί μοῦ συμβαίνει, ὁ Μανώλης συνεχίζει: «Δές πῶς χορεύει ὁ Νικηταρᾶς, κι ἀηδόνι γίνεται ὁ ταμπουρᾶς»…
Καί γίνεται τό ταξί ἕνα σύννεφο, πού μέ ταξιδεύει! Καί θυμᾶμαι τά λόγια τοῦ Μανώλη Μητσιᾶ: «Τόν “Τσάμικο” ὁ Μᾶνος τόν ἔγραψε παρουσία μου, μέσα σέ δέκα λεπτά. Πέρασα ἀπό τό σπίτι τοῦ Γκάτσου, πῆρα τούς στίχους καί μετά πῆγα νά πάρω τόν Χατζιδάκι, γιά νά πᾶμε στό στούντιο. Τότε ἦταν διευθυντής στό Τρίτο Πρόγραμμα καί ἀργοῦσε νά ξυπνήσει τό πρωί. Ἀφοῦ εἴχαμε ἀναβάλει τήν ἠχογράφηση τρεῖς φορές, γιατί κοιμόταν ἀργά. Στό δρόμο λοιπόν δέν μιλούσαμε καθόλου, ἦταν ἀγουροξυπνημένος… Τοῦ εἶπα “θά μιλήσουμε στό στούντιο;… “Ναί” μοῦ ἀπάντησε… Στήν ἠχογράφηση ἔπαιζε κιθάρα ὁ Νότης Μαυρουδῆς καί μπουζοῦκι ὁ Θανάσης Πολυκανδριώτης. Ὅταν πήγαμε ἐκεῖ τοῦ εἶπα ὅτι μοῦ ἔδωσε ὁ κύριος Γκάτσος αὐτούς τούς στίχους, τό Τσάμικο. “Τί εἶναι αὐτά… τσάμικο, τσάμικο… Καλά… Κάτσε μέ τό Νότη νά πιεῖς καφέ στό μπάρ” μοῦ εἶπε καί πῆρε τόν Πολυκανδριώτη μέσα. Ὁ Χατζιδάκις ζήτησε ἀπό τό σπουδαῖο λαϊκό συνθέτη Θανάση Πολυκανδριώτη νά τοῦ παίξει στό μπουζούκι μερικά τσάμικα, γιά νά θυμηθεῖ τό κλῖμα καί τόν ρυθμό. Ἐξ ἄλλου ὁ Γκάτσος μαζί μέ τόν τίτλο εἶχε δώσει καί τό σκοπό… Σ’ ἕνα τέταρτο ὁ Χατζιδάκις βγῆκε μέ τόν “Τσάμικο” ἕτοιμο. Ὁ Νότης τό ἔπαιξε καί τρελλάθηκε! “Τί εἶναι αὐτό, θά σπάσω τήν κιθάρα μου!” εἶπε.».
Καί καθώς τό ταξί στρίβει τήν Τζαβέλα, θυμᾶμαι τόν Χρῆστο Γιανναρᾶ: «Προτείνω νά εἶναι ὁ “Τσάμικος” τῶν Χατζιδάκι – Γκάτσου ὁ νέος ἐθνικός μας ὕμνος. Πρόκειται γιά ἕνα σπουδαῖο κομμάτι, γεμᾶτο Ἑλλάδα ἀπό τήν ἀρχή ὥς τό τέλος, στούς στίχους καί τή μουσική του»… «Φτάσαμε, κύριε. Τέσσερα καί ὀγδόντα» λέει ὁ ὁδηγός. «Ὡραῖος ὁ “Τσάμικος” τοῦ Χατζιδάκι!» ψιθυρίζω. «Ὡραῖος; Αὐτός θά μποροῦσε νά εἶναι ὁ δεύτερος ἐθνικός μας ὕμνος!» ἀπαντᾶ καθώς μοῦ δίνει ρέστα ἀπό δεκάρικο. «Δικά σου! Χαλάλι σου, ἀδελφέ!» τοῦ λέω καί τοῦ σφίγγω τό χέρι!