ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ μέ τήν ἐπαφή πού ἔχεις στό κινητό σου, ὅταν χάνεται ἕνας ἀγαπημένος σου φίλος;
Ἕνας συνεργάτης σου; Ἕνας πολιτικός μέ τόν ὁποῖο συνομιλοῦσες τακτικά; Ἕνα οἰκεῖο σου πρόσωπο; Τί κάνεις, ἐπίσης, κάθε φορά πού ὅταν ἀναζητᾶς στό ἀρχεῖο τοῦ ὑπολογιστῆ σου ἕνα ὄνομα γιά τήν ἀποστολή mail καί ἀνάμεσα στά ἀποθηκευμένα ἐμφανίζεται καί ἡ διεύθυνση ἑνός φίλου ἤ μιᾶς φίλης πού δέν ζεῖ; Τήν διαγράφεις ἀπό τήν λίστα μέ τίς διευθύνσεις τῆς ἠλεκτρονικῆς σου ἀλληλογραφίας; Τήν διαγράφεις ἀπό τήν λίστα τῶν ἐπαφῶν σου; Τά διαγράφεις γενικῶς, καθῶς πλέον σοῦ εἶναι ἄχρηστα; Ἤ μήπως τά κρατᾶς; Τά σώζεις; Καί γιατί τά σώζεις;
Ἔχω κάνει ἄπειρες φορές αὐτήν τήν σκέψη, ἔχω λάβει ἄπειρες φορές τήν ἴδια ἀπόφαση, τήν κάνω καί τώρα μέ ἀφορμή τήν ἀπώλεια τῆς Φώφης Γεννηματᾶ. Ἡ ὁποία εἶχε τό κινητό πού λήγει σέ -10. Καί τήν εἶχα καταχωρισμένη στό «Φ». Ἀριθμομνήμνων καί τύπος ὀπτικός ὅπως εἶμαι, θυμᾶμαι γιά πολλά χρόνια ἀπ’ ἔξω ἀριθμούς κινητῶν, εἰδικῶς ἀνθρώπων πού ἀγαπῶ καί συμπαθῶ. Ἔχω δέ παρατηρήσει πώς ὅταν πάψω νά ἀγαπῶ καί νά συμπαθῶ κάποιον (δέν μισῶ ποτέ), ὁ ἐγκέφαλος διαγράφει μηχανικά ἀπό τήν μνήμη μου ἀριθμούς κινητῶν ἀκόμη καί ζώντων.
Ὡστόσο ἡ ἀπόπειρα διαγραφῆς ἀριθμῶν κινητῶν τεθνεώτων πού ἀγάπησα εἶναι μάταιος κόπος. Καί αὐτό εἶναι ἕνα ἐπιχείρημα γιά νά συνεχίζω νά βλέπω τά ὀνόματά τους ὅταν διατρέχω τήν λίστα τῶν ἐπαφῶν μου. Νά μήν τά διαγράφω. Δέν εἶναι ὅμως τό βασικό ἐπιχείρημα. Κρατῶ ἐν τέλει τούς ἀριθμούς στό ἀρχεῖο μου καί «πέφτω» πάνω τους διαρκῶς, κάθε φορά πού ἀναζητῶ ἕνα ἐπώνυμο πού ἀρχίζει ἀπό Γ, ἀπό Δ, ἀπό Κ, ἀπό Σ, ἀπό Μ, ἀπό Λ, γιατί στήν θέα τους, κάθε φορά, μοῦ ἔρχεται στήν μνήμη μιά γλυκιά ἀνάμνηση. Κάποια ἱστορία. Κάποια καμπή τῆς ζωῆς μου. Μιά στιγμή. Ἕνα πρόσκαιρο συννεφάκι –γιατί γενικῶς ἀντιπαθῶ τήν ἔνταση καί τούς καβγάδες. Διατηρῶ ἐνδεικτικά στό κινητό μου καί στήν ἀλληλογραφία μου τά ἐπώνυμα «Κατσάρη», «Ἀλεξάκης», «Σισανίου Παῦλος», «Γλέζος», «Ἀγγέλου», «Κουρῆς», «Δαλακούρας», «Λιβάνης», «Φώφη», «Πάικος», «Νικολαΐδης», «Λυριτζῆς», «Θωμόπουλος», «Τριανταφύλλη».
Κάθε φορά πού βλέπω στό κινητό μου τό ὄνομα τῆς Ἕλενας Κατσάρη, μιᾶς κούκλας φίλης μου Ἠπειρώτισσας μέ πρόσωπο φεγγάρι, πού ἔφυγε ἀπό τήν ζωή σέ ἡλικία 37 ἐτῶν ἀπό τήν ἐπάρατο μέσα στό καλοκαίρι, θυμᾶμαι τήν παθιασμένη ξενάγηση πού μοῦ ἔκανε στά Γραμμενοχώρια στό χωριό Λύγγος πού ἔγινε πρωτοσέλιδο στήν ἐφημερίδα μας. Καί τίς διαδικτυακές ἐκπομπές της στό «Ράδιο Βιέννη» τῆς Αὐστρίας. Κάθε φορά πού βλέπω στήν ὀθόνη μου τό κινητό τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Σισανίου καί Σιατίστης Παύλου, θυμᾶμαι τό ἀγαπημένο τραγούδι μέ τό ὁποῖο ἔκανε κατήχηση στά ζευγάρια πού πάντρευε: «Σέ ἀγαπῶ γιατί εἶσαι ὡραία, σ’ ἀγαπῶ γιατί εἶσαι ἐσύ». Δηλαδή ὅπως μᾶς ἐξηγοῦσε «σ’ ἀγαπῶ γιατί δέν εἶσαι ἐγώ». Κάθε φορά πού βλέπω στό κινητό μου τό ὄνομα τοῦ ἐφοπλιστῆ Γιώργου Δαλακούρα θυμᾶμαι πάντα τήν ΑΕΚ –πήγαινε στό γήπεδο μέχρι τάς δυσμάς τοῦ βίου του– καί τήν αὐστηρή πλήν μέ ἀγάπη κριτική πού ἔκανε στά γραπτά μου στήν ἐφημερίδα μας εἰδικῶς ἄν τό… παράκανα στήν κριτική στόν Κυριάκο! Κάθε φορά πού βλέπω στό κινητό μου τό ὄνομα τοῦ συγγραφέα Βασίλη Ἀλεξάκη, θυμᾶμαι πάντα τήν συνάντησή μας γιά συνέντευξη στό Βυζαντινό τοῦ Χίλτον καί ἐκεῖνον τόν συγκλονιστικό τίτλο τοῦ βιβλίου πού ἔγραψε γιά ἕναν ἔρωτα πού τόν ἀπογοήτευσε: «Θά σέ ξεχνάω κάθε μέρα». Κάθε φορά πού βλέπω στό κινητό μου τό ὄνομα τοῦ ἐκδότη τοῦ «Φωτός» Θόδωρου Νικολαϊδη, θυμᾶμαι νά μοῦ φωνάζει μέ πάθος ἕνα Σάββατο μέ ἀγωνία «Ρέ σύ Μανώλη, ἔφυγε ὁ Τζιμπούρ ἀπό τόν Ὀλυμπιακό, τί θά κάνουμε τώρα χωρίς τήν παικτάρα τόν Τζιμπούρ;». Κάθε φορά πού βλέπω στό κινητό μου τόν ἀριθμό τοῦ ἐκδότη Γιώργου Κουρῆ, θυμᾶμαι τίς ντομάτες καί τίς μελιτζάνες πού ἔφερνε ἀπό τό κτῆμα του στήν Κεφαλονιά πάνω στήν διάσημη βέσπα του. Τίς ἐμπιστευόταν στά παιδιά τῆς Λουκιανοῦ, πού ἔχουν τό «Καφενεῖο», κερνοῦσε ὅλο τό μαγαζί καί ὅταν μέ ἔβλεπε ἐκεῖ μέ τόν Μανόλο Μαυρομάτη νά γευματίζουμε μοῦ φώναζε «Λείπουν τά παραπολιτικά ἀπό τήν “Ἑστία”… μικρέ!». Κάθε φορά πού βλέπω στό κινητό μου τόν ἀριθμό τοῦ Ἀντώνη Λιβάνη, θυμᾶμαι πάντα τήν ὁρμήνια του ὅταν μέ κατευόδωνε στό γραφεῖο του στήν ὁδό Σόλωνος: «Δέν εἶσαι δικός μας, ἀλλά σέ ἐμπιστεύομαι. Τήν πατρίδα καί τά μάτια σας!».
Κάθε φορά πού βλέπω στήν ὀθόνη τοῦ κινητοῦ μου τόν ἀριθμό τοῦ Μανώλη Γλέζου, θυμᾶμαι πάντα τήν ὄμορφη αὐλή του στ’ Ἀπεράθου καί ἐπειδή γεννηθήκαμε στήν ἴδια ἡμερομηνία (9 Σεπτεμβρίου), ἐλπίζω νά φθάσω στά χρόνια του, ἄν θέλει ὁ Θεός. Κάθε φορά πού βλέπω στήν ὀθόνη μου τό κινητό τοῦ Γιάννη Ἀγγέλου βλέπω τόν ἴδιο νά μέ κοιτᾶ διαπεραστικά μέσα ἀπό τά γυαλιά του γελῶντας καί νά μοῦ διηγεῖται τήν γνωστή ἱστορία μέ τόν …μουσακᾶ (λεπτομέρειες, ἀδύνατον!). Κάθε φορά πού βλέπω στό κινητό μου τόν ἀριθμό τοῦ Βασίλη Πάικου, θυμᾶμαι τό Μεσολόγγι, τόπο καταγωγῆς του καί τίς ἐκπομπές μας στόν 9.84 τό 2009, ἐπί Δημαρχίας τοῦ ἀγαπητότατου Νικήτα Κακλαμάνη. Κάθε φορά πού βλέπω στό κινητό μου τόν ἀριθμό τοῦ Βουλευτῆ καί ὑφυπουργοῦ Γιώργου Καλοῦ, θυμᾶμαι τό τεράστιο νέο δημοτικό σχολεῖο πού ἔκτισε στό Βαθύ Αἴγινας, στό διπλανό χωριό ἀπό τό δικό μου. Κάθε φορά πού βλέπω στό κινητό μου τόν ἀριθμό τοῦ γίγαντα Τάκη «Καληνύκτα» (παρατσούκλι) ἀπό τήν Μεσσηνία, τόν ὁποῖο μᾶς πῆρε ὁ κορωνοϊός, θυμᾶμαι τήν πλατεῖα τῶν Γαργαλιάνων, τίς βεγγέρες μας καί τίς ἐλιές πού μᾶς ἔστελνε ἀπό τήν παραγωγή του κάθε χρόνο τέτοια ἐποχή. Κάθε φορά πού βλέπω στό κινητό μου τό ὄνομα «Λάσκαρης, στήν Ὑγειά μας», θυμᾶμαι πόσες φορές μπορεῖ καί νά χόρεψα καί νά ἤπια στό σπίτι μου παρακολουθῶντας τά Σαββατόβραδα μέ τήν διάσημη παραγωγή τοῦ ἀειμνήστου καί τῆς συζύγου του Βίκυς πού παρουσίαζε ὁ Σπῦρος (λείπει!).
Κάθε φορά πού βλέπω τό ἐπώνυμο «Λυριντζῆς», θυμᾶμαι τό σαρδόνιο βλέμμα τοῦ γίγαντα Βασίλη νά μέ καλωσορίζει στό στούντιο μέ τήν προσφώνηση «Τί κάνεις… σύντροφε;». Κάθε φορά πού βλέπω τό ὄνομα «Μιχόπουλος», θυμᾶμαι τήν πρώτη φορά πού εἶδα τόν Θόδωρο στούς διαδρόμους τῆς ΕΡΤ ἔχοντας ἀνά χεῖρας διπλωμένη τήν «Ἐποχή». Κάθε φορά πού βλέπω τό ἐπώνυμο «Τριανταφύλλη», θυμᾶμαι τήν θρυλική γραμματέα τοῦ Ἐθνάρχη νά μοῦ διηγεῖται πώς τήν προσέλαβε ὁ Μακεδών τό 1974. Καί κάθε φορά πού θά σχηματίζω στό κινητό μου τό ὄνομα «Φώφη» –ἔτσι τήν εἶχα, μία ἦταν ἡ Φώφη– θά θυμᾶμαι τήν ἠχηρή σιωπή της, σάν προετοιμασία ἀναχώρησης, στίς δύο τελευταῖες ἀναπάντητες κλήσεις μου κατά τήν διάρκεια τῆς νοσηλείας της στόν Εὐαγγελισμό. Οἱ ὁποῖες διαισθητικῶς ἔγιναν τίς δύο τελευταῖες μέρες τῆς ζωῆς της καί εἶχαν κάτι ἀπόκοσμο. Τέλος, δακρύζω κάθε φορά πού βλέπω στό κινητό μου τόν ἀριθμό ἑνός θαλεροῦ συνεργάτη τῆς ἐφημερίδας μας, αἰωνόβιου, ὁ ὁποῖος τό περασμένο καλοκαίρι σέ μιά ἔξαρση τῆς περιπέτειας τῆς ὑγείας του θέλησε νά μέ ἀποχαιρετίσει μέ τήν φράση «Δέν σᾶς ἤξερα καλά στήν ἀρχή, ἀλλά νά ξέρετε ὅτι χάρηκα πού ἤσασταν ὁ καπετάνιος μου καί τέθηκα ὑπό τάς διαταγάς σας!». Καπετάνιος; Ποιός; Ἐγώ; Ἐκείνου; Πού ἔφαγε μέ τό κουτάλι τήν θάλασσα; Εὐτυχῶς πῆγαν ὅλα καλά, εἶναι ἐδῶ, ζεῖ, τόν ἔχουμε, καί θά εἶναι γιά καιρό μαζί μας. Τό ἔχω πάρει ἀπόφαση λοιπόν. Δέν διαγράφονται οἱ ἄνθρωποι. Οὔτε ἀντικαθίστανται. Εἶναι μοναδικοί. Πῶς νά πατήσεις delete πάνω στό ὄνομά τους; Δέν μπορῶ. Τά λεφτά δέν ἔχουν καμμία σημασία μπροστά στό κεφάλαιο τῶν ἀνθρώπων. Τό μόνο πού μένει μέσα μας καί τοκίζεται διά βίου. Φώφη, θά εἶσαι πάντα στίς ἐπαφές μου. Δέν σέ ἀποχαιρετῶ!