«Πᾶμε στήν παρέλαση!»
Τό εἴχαμε προγραμματίσει μέ τήν παρέα. Πρῶτα καφεδάκι κι ὕστερα πᾶμε παρέλαση! Λές καί ἤμασταν «πρωτάκια». Μᾶς εἶχε λείψει ἡ ἀτμόσφαιρα, τά ἐμβατήρια, ὁ κόσμος, οἱ σημαῖες! «Θά πάει ὁ κόσμος; Θά φοροῦν μάσκες; Θά ἔχει ἐπιτυχία;». Ἐρωτήματα φυσιολογικά, σέ μιά χώρα πού ἔχει δεχθεῖ τόσα χτυπήματα τά τελευταῖα χρόνια, μέ τελευταῖο αὐτό τῆς πανδημίας, πού μᾶς ἔχει ζαλίσει, πού μᾶς ἔχει κάνει νά τρέχουμε σάν κοτόπουλα!
Μαζευτήκαμε κατά τίς ἕντεκα, στίς δώδεκα καί μισή εἶχε ὁρισθεῖ ἡ ὥρα ἐνάρξεως. Παραγγείλαμε τόν καφέ καί κάθε τόσο κοιτάζαμε τά ρολόγια μας. Γεμάτη ἡ καφετέρια, ὅλες οἱ ἡλικίες. Μεγάλοι –σάν ἐλόγου μας– μεγαλύτεροι, μεσήλικες, νέοι, νεαρά ζευγάρια, παιδιά, ὅλα παιδιά, μέ σημαιάκια στά χέρια, ἀπολαμβάναμε τόν ἥλιο, σέ μιά χώρα πού στίς ἐθνικές της ἑορτές ἔχει σχεδόν πάντα λιακάδα!
«Ἀποροῦν οἱ ξένοι, πού ἀντί γιά τήν “V day”, τήν ἡμέρα, δηλαδή, τῆς λήξεως τοῦ πολέμου, ἐμεῖς ἐπιμένουμε νά ἑορτάζουμε τήν ἀρχή του!» λέει ὁ Κώστας.
Κανείς δέν ἀπορεῖ! Ἐμεῖς εἴμαστε πού πάντα θά βροῦμε μιάν ἀφορμή γιά νά γκρινιάξουμε. Ἀφῆστε δέ πού οἱ «προοδευτικοί» πάντα θά ἀνακαλύψουν «κάτι», γιά νά μειώσουν τήν ἀξία τῶν παρελάσεων, γιά νά τίς χαρακτηρίσουν «μιλιταριστικές», γιά νά ποῦν «Δέν χρειάζονται γιατί δημιουργοῦν συνθῆκες γιά ἀνάπτυξη τοῦ ἐθνικισμοῦ» καί ἄλλες τέτοιες ἀηδίες! Καί ξεχνοῦν ὅτι ἑορτάζουμε τήν πρώτη νίκη τῶν δυνάμεων τῆς ἐλευθερίας κατά τοῦ Ἄξονος! Ἡ Γαλλία εἶχε παραδοθεῖ, οἱ Γερμανοί εἶχαν καταλάβει τήν Εὐρώπη χωρίς νά ρίξουν τουφεκιά, ὁ Μουσσολίνι μιλοῦσε γιά “mare nostrum” (ὅπως κάποιοι ἄλλοι μουσσολινοφέροντες μιλοῦν σήμερα γιά “γαλάζια πατρίδα”), οἱ Τουρκαλάδες δήλωναν «οὐδέτεροι» καί οἱ Ἄγγλοι δέν ἤξεραν ἀκόμη ἄν θά τούς καταπιεῖ ἡ ναζιστική Λερναία Ὕδρα, μέ τούς μισούς χαρτογιακάδες νά θεωροῦν ὅτι ὁ Τσῶρτσιλ τούς παρέσυρε σέ ἕναν πόλεμο χωρίς νόημα! Κι ἤρθαμε ἐμεῖς, μιά φούχτα Ἕλληνες, ἀλλά ὀργανωμένοι σάν μιά γροθιά ἀπό τόν ἰδιοφυῆ στρατιωτικό Ἰωάννη Μεταξᾶ καί ρίξαμε τούς κοκορόφτερους στή θάλασσα! Καί ἦταν ἡ πρώτη ἧττα πού ὑφίσταντο οἱ σιδηρόφρακτες δυνάμεις τοῦ Ἄξονος! Ἐκεῖ, στά βουνά τῆς Βορείου Ἠπείρου! Πῶς νά μήν τήν γιορτάσουμε τέτοια μέρα; Καί, γιά νά ἔχουμε καλό ρώτημα, εἴπαμε λήθη, ἀλλά ὄχι καί νά ξεχάσουμε ὅτι τήν ὥρα πού οἱ ἄλλοι ἑόρταζαν τήν νίκη, τήν ὥρα πού οἱ νικητές τοῦ Πολέμου (μεταξύ τους καί ἡ Ἑλλάς) μοίραζαν τά λάφυρα, ἐμεῖς ἔπρεπε νά πολεμήσουμε πάλι γιά νά μήν γίνει ἡ χώρα μας μιά ἀπό τίς «λαϊκές δημοκρατίες» ὑπό τήν ρομφαία τοῦ «ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ». Μήν τά ξεχνᾶμε αὐτά, ἔ;
Καί πήγαμε στήν παρέλαση καί θαυμάσαμε τά νιάτα μας. «Μά, δωδεκάποντη γόβα στό σχολεῖο;» ἀναρωτήθηκε ἡ κυρία δίπλα μου. «Ναί, δωδεκάποντη γόβα, ἀφοῦ τῆς ἀρέσει! Κι ἐγώ τά λουστρίνια πού μοῦ ἔφερνε ἡ νονά μου στή γιορτή μου, στήν παρέλαση τά φοροῦσα γιά νά τά δείξω!» τῆς λέω καί μοῦ γύρισε τήν πλάτη. «Μά, μέ “σπορτέξ” παπούτσια στήν παρέλαση;» λέει ὁ ἄλλος. «Ναί, μέ σπορτέξ! Ἀλλά γιά δές τον πόσο δυνατά χτυπάει τό πόδι καί φωνάζει “Χα-τζη-κυριά-κειο!”». Καί τοῦ χρόνου, παιδιά μου. Καί μέ δωδεκάποντα καί μέ σκουλαρίκια καί μέ σπορτέξ! Ἀλλά μέ τήν Ἑλλάδα στήν καρδιά!