Ὁ πατέρας μου –ὡς ἀκραιφνής κεντρῶος– διάβαζε κάθε μέρα τά «Νέα»
Ἡ μητέρα μου, ὡς δεξιά, τήν «Καθημερινή». Τότε τίς ἐφημερίδες τίς ἔφερνε ὁ ἐφημεριδοπώλης. Τό πρωί τήν μία, τό ἀπομεσήμερο τήν ἄλλη. Κάθε Τρίτη ἔφερνε καί γιά ἐμένα τήν «Ὁμάδα», πού ἐξέδιδε ὁ Ὀργανισμός Λαμπράκη μέ διευθυντή τόν συγγενῆ μας, ἀείμνηστο Γιάννη Βανδῶρο.
Μεγάλωσα, λοιπόν, διαβάζοντας ἐφημερίδες. Καί στά «Νέα», πρίν σπεύσω στά Ἀθλητικά, στά ὁποῖα ἡ «Καθημερινή» δέν ἔδινε τόσο μεγάλη σημασία, τό μάτι ἔπεφτε στήν καθημερινή γελοιογραφία τοῦ Φωκίωνος Δημητριάδη.
Ἔτσι, ἀπό μικρός, συνέδεσα τόν Κωνσταντῖνο Τσάτσο μέ μιά κότα ἀγκαλιά (τοῦ τήν κόλλησε ὁ Φῶκος ὅταν δημιουργήθηκε τό θέμα μέ τούς «Ὄρνιθες» τοῦ Ἀριστοφάνους), τόν Εὐάγγελο Ἀβέρωφ μέ τήν στολή τοῦ «βλάχου», τά τσαρούχια καί τήν γκλίτσα, τόν Παναγιώτη Κανελλόπουλο μέ τά «σονέτα» του ἀνά χεῖρας, τόν πρόεδρο τῆς Βουλῆς Κωνσταντῖνο Ροδόπουλο νά κρατᾶ ἕναν …μοχλό, τόν Σπῦρο Μαρκεζίνη ὡς καρικατούρα μέ τεράστια κάτω
γνάθο, τόν Κωνσταντῖνο Καραμανλῆ μέ τεράστια φουντωτά φρύδια, τόν Γεώργιο Παπανδρέου ὡς ἄχαρο ψηλολέλεκα, τόν Γεώργιο-Ἀθανασιάδη-Νόβα μέ ἕναν τόμο ποιημάτων παραμάσχαλα ὑπό τόν τίτλο «Γαργάλατα»…
Ἀκόμη θυμᾶμαι μιά γελοιογραφία μέ τόν Μαρκεζίνη νά προσεύχεται σκαρφαλωμένος σέ τεράστιο ἕναν μιναρέ καί νά ἀναφωνεῖ: «Ἀλλάχ-Ἀλλάχ-μπίρ Ἀλλάχ καί προφήτης Αὐτοῦ Καραμανλάχ»!
Δέν θυμᾶμαι νά διαμαρτυρήθηκε κάποιος ἀπό ὅλους αὐτούς. Καί μάλιστα σέ μιά ἐποχή πολύ περισσότερο συντηρητική ἀπό τήν σημερινή.
Τά γράφω ὅλα αὐτά, ἐπειδή ἔχει ξεσηκωθεῖ στό διαδίκτυο καί ἀλλαχοῦ, ὠκεανός δυσφορίας κατά τοῦ σκιτσογράφου Δημήτρη Χατζόπουλου, ἑνός ἀνθρώπου μέ ἐντελῶς ἀφαιρετική καί σύγχρονη τεχνοτροπία, ἐπειδή, σέ μιά ἀπό τίς δημιουργίες του (δέν θά τολμοῦσα νά τήν χαρακτηρίσω γελοιογραφία), παρουσίασε τόν ὑποψήφιο πρόεδρο τοῦ Κιν.Αλ. Νῖκο Ἀνδρουλάκη ἐν μέσῳ τῶν Ἀνδ. Λοβέρδου καί Γ. Παπανδρέου ὡς «ἀόρατο ἄνθρωπο», δηλαδή ὡς ἕνα ἄδειο κοστούμι!
Προφανῶς ὁ Χατζόπουλος ἤθελε νά δείξει ὅτι θεωρεῖ τόν Ν. Ἀνδρουλάκη «ἀφανῆ» ὑποψήφιο, μέ ὅποια ἔννοια καί ἄν θελήσει κανείς νά προσδώσει στόν ὅρο.
Μπορεῖ νά μήν συμφωνῶ –καί δέν συμφωνῶ– μέ τήν ἄποψη τοῦ δημιουργοῦ. Ἀλλά δέν εἶναι ἐλεύθερος νά ἐκφράσει τήν ἄποψή του; Σέ πόσα, ἄραγε, ρεπορτάζ μέχρι σήμερα ἔχουν προσδοθεῖ στούς ὑποψηφίους διάφοροι χαρακτηρισμοί; Τί περισσότερο ἔπραξε ὁ Χατζόπουλος; Ἐξέφρασε τήν δική του ἄποψη, ἀλλά μέ τόν δικό του τρόπο, τό σκίτσο!
Πρός τί, λοιπόν, τόσος θόρυβος; Μήπως μπαίνουμε πάλι σέ μιά ἐποχή πού ὅποιος ἐκφράζεται δημοσίως θά πρέπει νά ὁδηγεῖται στήν πυρά; Μήπως θά ἐπιθυμούσαμε νά ἐπιστρέψουμε στήν μαύρη ἐποχή τῆς «στοχοποιήσεως» δημοσιογράφων καί ἄλλων ἐκφραστῶν –δημοσίως– τῶν ἀπόψεών τους;
Νά ἐπανέλθουμε στήν ἐποχή πού ἡ «στοχοποίηση» ὁδήγησε ἕνα ρωμαλέο τηλεοπτικό σταθμό νά κλείσει καί νά χάσουν τήν ἐργασία τους ὅσοι ἐργάζονταν ἐκεῖ;
Εἶναι βέβαιο ὅτι καί οἱ δικές μας ἀπόψεις, πολλές φορές, δέν ἀρέσουν. Καί τά γραφεῖα τοῦ ἐκδοτικοῦ μας Ὀργανισμοῦ ἔχουν δεχθεῖ ἐπιθέσεις ἀπό ποικίλες ὁμάδες καί συμφέροντα. Αὐτό θέλουμε;
Καλό θά εἶναι νά συνηθίσουμε τήν δημοκρατία. Νά μήν τήν ἐπικαλούμεθα «ἀ-λά-κάρτ».
Δηλώνω «μέ τόν Χατζόπουλο», ἀκόμη καί ἄν διαφωνῶ μέ τήν ἄποψή του!