Τήν «Αὐγή» τήν ἀγόραζαν οἱ γονεῖς κάποιων παιδικῶν μου φίλων
Γιά νά εἶμαι εἰλικρινής δέν τήν διάβαζα. Δέν εἶχε ἀρκετά ἀθλητικά, πού τότε μέ ἐνδιέφεραν. Οὔτε τήν «Καθημερινή» πού ἔφερνε ὁ ἐφημεριδοπώλης τά πρωινά στό σπίτι γιά τήν μητέρα μου προτιμοῦσα. Ἀντίθετα, διάβαζα (μαθητής τῆς Ἕκτης δημοτικοῦ) τά «Νέα» (τοῦ πατέρα μου), πού καί ἀρκετά ἀθλητικά εἶχαν ἀλλά καί τό δικαστικό χρονογράφημα «Ἡ Θέμις ἔχει κέφια» καί τό πρωτοσέλιδο τοῦ Δημήτρη Ψαθᾶ.
Ἀργότερα, στό Γυμνάσιο, ἄρχισε νά μέ ἐνδιαφέρει ἡ «Καθημερινή» καί λίγο ἀργότερα, γνωρίστηκα καί μέ τήν «Αὐγή», στήν ἐποχή τῶν προβληματισμῶν καί τῶν ἀναζητήσεων τῆς ἐφηβείας…
Μέ τήν «Αὐγή», ὅμως, συνδέθηκα συναισθηματικά τό ξημέρωμα τῆς 21ης Ἀπριλίου τοῦ 1967. Τότε, ἀφοῦ ἀπό τίς ἑξήμισι πού ξυπνούσαμε γιά νά πᾶμε σχολεῖο, εἴχαμε πληροφορηθεῖ ἀπό τό ραδιόφωνο ὅτι «ἀπαγορεύεται ἡ κυκλοφορία» καί ὁ πατέρας μας εἶχε ἀναφέρει τήν λέξη «Κίνημα», βγῆκα –κατά τίς ἑπτά– στόν δρόμο, καθώς μέ φώναζε ὁ «κολλητός» μου φίλος Ἄγγελος Μαστοράκης (ὁ μετέπειτα ἱδρυτής τοῦ «9» τῆς Ἐλευθεροτυπίας.)
Κατέβηκα τρέχοντας (ὁ Ἄγγελος ἔμενε ἀπέναντί μας, σέ ἀπόσταση εἴκοσι μέτρων) καί τόν ἄκουσα νά μοῦ λέει. «Ἔλα νά μέ βοηθήσεις, μοῦ εἶπε ἡ μάνα μου νά κάψουμε τίς “Αὐγές”»…
Ὁ Ἄγγελος εἶχε ἕναν θεῖο (ἀδελφό τῆς μητέρας του, Λευκαδίτη) ἀριστερό, ἕναν ἄνθρωπο πάντα συνοφρυωμένο καί αὐστηρό, πού μᾶς κυνηγοῦσε ἐπειδή εἴχαμε φτιάξει ρόκ συγκρότημα καί παίζαμε μουσική πού διέφθειρε τή νεολαία. Δέν φανταζόμουν, ὅμως, ὅτι στό δωματιάκι τῆς αὐλῆς τοῦ σπιτιοῦ τῆς ὁδοῦ Ἑπταλόφου, ὑπῆρχε ἕνα τόσο πλούσιο ἀρχεῖο ἐφημερίδων!
Ἐκεῖ, λοιπόν, στό μικρό δωμάτιο, σέ ράφια, ὁλόγυρα, ἦταν τακτοποιημένες ἕνα σωρό ἐφημερίδες, δηλαδή φύλλα τῆς «Αὐγῆς», τά ὁποῖα (ἄγνωστο γιατί) συγκέντρωνε οἱ θεῖος του. Ὁ Ἄγγελος εἶχε ἤδη τοποθετήσει στό κέντρο τῆς αὐλῆς ἕνα σιδερένιο βαρέλι (δέν κατάλαβα πῶς βρέθηκε ἐκεῖ) καί ἀρχίσαμε νά καῖμε τίς ἐφημερίδες!
«Γιατί σοῦ εἶπε ἡ μάνα σου νά τίς κάψεις;» τόν ρώτησα. «Ξέρω κι ἐγώ; Ὁ Θεῖος μου θά τῆς τό εἶπε» μοῦ ἀπάντησε. «Καί ποῦ εἶναι ὁ θεῖος σου;» τόν ρώτησα. «Ἔφυγε πρίν καμμιά ὥρα, μᾶλλον πάει νά κρυφτεῖ γιατί θά τόν πιάσουνε» μοῦ ἀπαντᾶ.
Ἦταν μιά περίεργη κατάσταση. Δύο δεκαεξάρηδες μαθητές τοῦ Γυμνασίου ἔρριχναν σέ ἕνα σιδερένιο βαρέλι –κλίβανο– δεκάδες πακέτα μέ ἐφημερίδες. Εἶδα καί μερικές ἄλλες. «Δημοκρατική Ἀλλαγή», ἀλλά καί κάποιες, πού τώρα δέν θυμᾶμαι. Πρέπει νά εἶδα καί κάποιες σελίδες ἀπό πολύγραφο, μᾶλλον παλιές, κατοχικές προκηρύξεις. «Ρέ σύ, αὐτά μπορεῖ νά εἶναι ντοκουμέντα!» εἶπα στόν Ἄγγελο, ἀλλά ἐκεῖνος (πού εἶχε φάει τό κυνηγητό καί τό ξύλο τῆς ἀρκούδας ἀπό τόν θεῖο του) ἔμοιαζε πανικόβλητος. «Σκάσε καί βοήθα! Θά τά κάψουμε ὅλα!» μοῦ εἶπε. Καί τά κάψαμε ὅλα!
Ἔκτοτε ἔβλεπα τήν «Αὐγή» μέ συμπάθεια. Κάποιες φόρες, ὅταν ἔγραφε ὁ Κύρκος, ὁ Γιάνναρος, ὁ Χρυσοστομίδης, τήν ἀγόραζα. Καί χάρηκα πού τελικά δέν θά διακοπεῖ ἡ κυκλοφορία της. Ἄποψή μου, εἶναι νά ἐπιστρέψει στήν ἤπια καί ὄχι κραυγαλέα ἀρθρογραφία της. Δέν πρέπει νά κλείνουν οἱ ἐφημερίδες. Εἶναι ἑστίες ὑγείας καί δημοκρατίας.