Ἦταν ἡ συγκλονιστικότερη συνέντευξη τῆς ζωῆς μου!
Σέ ἕνα δωμάτιο, στό Παρίσι, ὁ Ράγκναρ Γκράντ Στενέ, ὁ Νορβηγός συνάδελφος καί συγγραφεύς, κι ἐγώ, ὁ τριαντάρης Ἕλληνας δημοσιογράφος, πού μαζί μέ τόν Ράγκναρ ἐργαζόμασταν γιά τό Νορβηγικό Πρακτορεῖο Εἰδήσεων Ιntenational Press Features (I.P.F).
Ἀπέναντί μας, καθισμένη σέ μιά ἀναπαυτική μπερζέρα, ἡ Φάνια Φενελλόν! Ἡ γυναίκα-σύμβολο τοῦ Ὁλοκαυτώματος, ἡ συγγραφέας τοῦ συγκλονιστικοῦ βιβλίου «Ἀναβολή γιά τήν Ὀρχήστρα»! Ἡ Φάνια Φενελλόν, ὑψίφωνος καί πιανίστρια, γεννήθηκε στό Παρίσι τό 1922, ἀπό Ρωσσοεβραίους γονεῖς. Σπούδασε πιάνο στό Κονσερβατουάρ τοῦ Παρισιοῦ. Πῆρε τό πρῶτο βραβεῖο στό πιάνο, πρᾶγμα ἐξαιρετικό γιά μιά μικροκαμωμένη κοπέλα μέ μικρά χέρια. Τά βράδια ἐργαζόταν ὡς τραγουδίστρια σέ μπάρ. Κατά τόν Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ἐντάχθηκε στήν γαλλική Ἀντίσταση. Συνελήφθη ἀπό τούς Γερμανούς τό 1943 καί ἀρχικά ἐστάλη στό στρατόπεδο συγκέντρωσης τοῦ Ἄουσβιτς – Μπίρκεναου, ὅπου ἔγινε μέλος τῆς γυναικείας ὀρχήστρας καί μετά μετεφέρθη στό Μπέργκεν Μπέλσεν ἀπό ὅπου ἀπελευθερώθηκε ἀπό τούς Ἄγγλους τό 1945. Τήν ἡμέρα τῆς ἀπελευθέρωσής της ζύγιζε μόνον 27 κιλά, ἀλλά βρῆκε τήν δύναμη νά τραγουδήσει τήν «Μασσαλιώτιδα», πού ἀναμεταδόθηκε ἀπό τό BBC. «Τήν ἐξαθλίωσή μας ἐνέτεινε ἐκείνη ἡ διαδικασία τοῦ κουρέματος “ἐν χρῷ”. Εἶναι περίεργο, ἀλλά αὐτό εἶναι ἡ πιό μεγάλη ταπείνωση: νά μήν ἔχεις πιά τρίχα πάνω σου»… Πρέπει νά περάσαμε κάπου τέσσερεις ὧρες μαζί της.
Ἡ συνέντευξη δημοσιεύθηκε στό νορβηγικό περιοδικό “Det Nye” καί τήν ἀναδημοσίευσα στό ἑλληνικό περιοδικό «Φαντάζιο», μέ τό ὁποῖο συνεργαζόμουν τότε, ἀλλά τά τεύχη χάθηκαν στίς μετακομίσεις! Τά ἀναζητῶ μετά μανίας! Οἱ σπουδαῖες μουσικές γνώσεις καί ἐπιδόσεις τῆς Φάνια, τήν βοήθησαν νά ἐπιζήσει. Ἔγινε μέλος στήν Ὀρχήστρα τοῦ Ἄουσβιτς. Μουσική σ’ ἕναν χῶρο ὅπου πραγματοποιήθηκε ἡ μεγαλύτερη γενοκτονία ὅλων τῶν ἐποχῶν! Ὅ,τι πιό διεστραμμένο μπορεῖ νά σκεφτεῖ ὁ ἀνθρώπινος νοῦς! Ἡ Ὀρχήστρα ἔπρεπε νά παίζει γιά τούς ἀξιωματικούς τῶν Ἔς-Ἔς, τόν ἐμπνευστή τῶν στρατοπέδων, Χάινριχ Χίμλερ, τόν «χασάπη» Γιόζεφ Μένγκελε.
Ἔπαιζε ἐπίσης στό «Μπλόκ τῶν Τρελῶν», στό «Ἀναρρωτήριο Ρεβίηρ». Ἡ τραγωδία συμπληρωνόταν ὅταν ἔπρεπε νά παίζουν γιά τούς ἑκατοντάδες χιλιάδες Ἑβραίους πού ὁδηγοῦνταν στούς θαλάμους ἀερίων.
«Ἡ μουσική εἶναι πράγματι στό Μπίρκεναου τό καλύτερο καί τό χειρότερο πρᾶγμα. Τό καλύτερο γιατί καταβροχθίζει τόν χρόνο, φέρνει τή λήθη, σάν ναρκωτικό, σέ ζαλίζει, σέ μεθάει… Τό χειρότερο, γιατί τό κοινό μας εἶναι αὐτοί: οἱ δολοφόνοι, αὐτές: τά θύματα…, κι ἐμεῖς, στά χέρια τῶν δολοφόνων, δέν γινόμαστε μέ τή σειρά μας δήμιοι;» γράφει στό βιβλίο της. Οἱ κρατούμενες ἔβλεπαν τά μέλη τῆς ὀρχήστρας ὡς προδότριες γιατί δέν εἶχαν τήν ψυχική ἀντοχή γιά νά ἀντιληφθοῦν ὅτι κι ἐκεῖνες ἦταν αἰχμάλωτες καί ὑποτάσσονταν στίς ἀπαιτήσεις τῶν Ἔς-Ἔς. Δέν μποροῦσαν νά καταλάβουν ὅτι οἱ κοπέλες τῆς Ὀρχήστρας δάγκωναν τά χείλη τους ἀπό πίκρα καί θυμό πού δημιουργοῦσαν εὐχαρίστηση μέ τή μουσική τους στόν Κράμερ, πού τοῦ ράγιζε τήν καρδιά ἡ «Ὀνειροπόληση» τοῦ Σούμαν, καί στήν Φράου Λαγκερφύρεριν Μάντελ, πού συγκινεῖτο ἀκούγοντας τήν «Μαντάμ Μπαττερφλάυ». Ἀναζητῆστε τήν «Ἀναβολή γιά τήν ὀρχήστρα» καί πεῖτε «Ποτέ ξανά»…