Ἐκείνη τήν ἡμέρα ὅλα ἦταν θολά
Εἶχα μιλήσει νωρίς τό πρωί μέ φίλη, συγγενῆ τοῦ Παναγιώτη Βλαχάκου. «Ὁ Νῖκος χάθηκε!» μοῦ εἶχε πεῖ. Εἶχα ρωτήσει: «Πῶς ποῦ;», ἀλλά ἀπάντηση δέν ἔλαβα. Δέν γνώριζε, δηλαδή καί ἡ ἴδια… Μετά, ἄρχισαν νά φθάνουν καταιγιστικά τά νέα. Ὅλα τά νέα! Εἴχαμε παραδώσει πάτριον ἔδαφος! Μίλησα μέ πρώην ὑπουργό τοῦ Ἀνδρέα. «Τί εἶναι αὐτά; Τί τρέχει;» Δέν μπορῶ νά γράψω τίς φράσεις πού ἄκουσα. Μίλησα μέ κανά-δυό φίλους ἀπό τό ΠΑΣΟΚ, πού εἶχαν τεθεῖ ἐκτός «ἐκσυγχρονισμοῦ». Τά «καντήλια» ἔπεφταν βροχηδόν. Μίλησα μέ τόν ἀείμνηστο Μίλτο Ἔβερτ. «Ἔλα στήν Βουλή, νά δοῦμε τί θά πεῖ»…
Στήν Βουλή ὑπῆρχε ἀναταραχή. Κόσμος στούς διαδρόμους, «πηγαδάκια», φωνές, τούς μάζεψαν κάποια στιγμή οἱ ἀρχηγοί. Ἡ αἴθουσα τῶν δημοσιογράφων, ὅπου τρυπώσαμε κι ἐμεῖς οἱ πολιτικοί συντάκτες (τότε ἤμουν στήν «Καθημερινή»), κατάμεστη καί θορυβώδης. Οἱ περισσότεροι μιλοῦσαν γιά ἐμφανῆ ἧττα, ἄλλοι, κήνσορες τοῦ σημιτισμοῦ, πού εἶχαν φθάσει σέ σημεῖο νά μισοῦν τόν Ἀνδρέα Παπανδρέου, ὑπερασπίζονταν τίς ἀποφάσεις τοῦ ὀλίγων ἡμερῶν πρωθυπουργοῦ. Εἶδα κάποιους βουλευτές τῆς Νέας Δημοκρατίας νά μιλοῦν γιά προδοσία, κάνα-δυό τοῦ ΚΚΕ νά ἀναφέρονται σέ γῆν καί ὕδωρ στούς Ἀμερικάνους. Κι ὕστερα, παρακολουθῶντας τήν διαδικασία, ἀκούω τόν «φρέσκο» πρωθυπουργό νά λέει τό μνημειῶδες: «Θέλω νά εὐχαριστήσω τήν κυβέρνηση τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν γιά τήν πρωτοβουλία πού εἶχαν καί τήν βοήθειά τους»…
Καί ἀκούγεται ἕνα μακρόσυρτο «ου-ου-ου» ἀποδοκιμασίας ἀπό τά ἕδρανα τῆς Νέας Δημοκρατίας καί τῆς Ἀριστερᾶς! Ὁ πρωθυπουργός τοῦ «ἐκσυγχρονισμοῦ» ἀποδοκιμαζόταν ἀπό τήν δεξιά καί τήν ἀριστερά ἐπειδή εὐχαριστοῦσε τόν παραδοσιακό σύμμαχο τῆς χώρας. «Εὐχαριστεῖς πού ὑποστείλαμε τήν σημαία; Εὐχαριστεῖς πού ἀφήσαμε τούς Τούρκους νά μᾶς ταπεινώσουν;» φώναζε ὁ Ἔβερτ… Στήν κηδεία τοῦ Παναγιώτη Βλαχάκου, σπαραγμός. Στήν Ἁγία Τριάδα, στόν Πειραιᾶ, πήγαμε ὅλοι μαζί οἱ φίλοι, καθώς ὁ Παναγιώτης ἦταν γόνος γνωστῆς μανιάτικης οἰκογένειας καί ἀδελφός τοῦ φίλου μας Νίκου. Θυμᾶμαι πού ὁ συνάδελφός του, πού ἐκφώνησε τόν ἐπικήδειο, τόν ἀποχαιρέτισε μέ τόν στίχο «Ὁ ἀετός πεθαίνει στόν ἀέρα, ἐλεύθερος καί δυνατός»…
Ἀπό τήν ἑπομένη, ἄρχισαν νά «λύνονται οἱ γλῶσσες». Τό «πατριωτικό Πασόκ», πού εἶχε ἡττηθεῖ (καί κατά τήν ἄποψη πολλῶν εἶχε προδοθεῖ ἐκ τῶν ἔσω), μιλοῦσε καθαρά γιά ταπεινωτική ἧττα. «Εἴχαμε τό “πάνω χέρι” καί ἐμπόδισαν τόν στόλο νά μακελέψει τούς Τούρκους. Τούς εἴχαμε στό κλεῖστρο καί μᾶς κατέβασαν τά χέρια» μοῦ ἔλεγε ναύαρχος, ἐν ἐνεργείᾳ.
Εἶναι, χωρίς ἀμφιβολία, βέβαιο ὅτι οἱ Τοῦρκοι, ἔχοντας κατάλληλα προετοιμάσει τό κλῖμα, ἀμφισβήτησαν μέ τά ὅπλα τήν ἑλληνική κυριαρχία στό συγκεκριμένο σημεῖο τοῦ Αἰγαίου καί πέτυχαν νά «γκριζάρουν» τήν περιοχή. Κι ἐνῶ ἐμεῖς ἀποσύραμε μέχρι καί τά κατσίκια καί «καθίσαμε φρόνιμα», οἱ ἀπέναντί μας συνεχίζουν καί σήμερα τήν ἴδια τακτική.
«Καθ’ ὅλη τή διάρκεια τῆς κρίσης φάνηκε ἡ μεγάλη δυσπιστία τοῦ Σημίτη πρός τήν ἡγεσία τῆς Ε.Υ.Π. καί τῶν Ἐνόπλων Δυνάμεων. Οἱ ἀξιωματικοί αὐτοί εἶχαν μάθει νά λειτουργοῦν μέ τόν Ἀνδρέα Παπανδρέου, ὁ ὁποῖος λάτρευε τίς συσκέψεις μέ στρατιωτικούς, τίς ὑπηρεσίες ἀπό κλειστές πηγές καί τή διαχείριση κρίσεων ὅπως ἐκείνη τοῦ Μαρτίου τοῦ 1987. Ὁ κ. Σημίτης τούς θεωροῦσε “ἀνδρεϊκούς”, ξένους στή δική του κουλτούρα καί ὕποπτους γιά τό στήσιμο παγίδων τίς κρίσιμες ἐκεῖνες ὧρες.» ἔγραψε τό φιλοπασοκικό τότε «Βῆμα»…