ΕΧΕΙ ἐνδιαφέρον ἡ συζήτηση πού ἄνοιξε στό ἐσωτερικό τῆς ΝΔ μέ ἀντικείμενο τήν δαιμονοποίηση τῆς Ἀριστερᾶς.
Εἰδικῶς μετά τήν ἄποψη πού διατύπωσε κορυφαῖο στέλεχος τοῦ κόμματος περί θέσπισης μόνιμων μέτρων πού θά ὁδηγήσουν μελλοντικά στόν πλήρη ἀποκλεισμό τοῦ ΣΥΡΙΖΑ ἀπό τήν διακυβέρνηση καί τούς θεσμούς. Δέν γνωρίζω ἀπό ποῦ ὁρμώμενοι καί μέ ποιά κίνητρα ὁδηγήθηκαν συγκεκριμένοι βουλευτές στήν ἐκφορά τέτοιων ἀπόψεων οἱ ὁποῖες εἶναι –δέν γελιέμαι– ἐξαιρετικά δημοφιλεῖς στόν σκληρό πυρῆνα τῶν κομματικῶν στελεχῶν τῆς ΝΔ (ὄχι σέ ὅλο), ὡστόσο αὐτό πού ἔχω νά παρατηρήσω εἶναι πώς τέτοιου εἴδους ἀπόψεις εἶναι
πρῶτον, ἀντίθετες μέ τήν ἱστορία τοῦ κόμματος
δεύτερον, ἀντίθετες μέ τήν παράδοση τοῦ κόμματος
τρίτον, ἀντιστρατεύουσες τήν ἐκλογική προοπτική τοῦ κόμματος.
Εἶναι ἀντίθετες μέ τήν ἱστορία τῆς κεντροδεξιᾶς φιλελεύθερης παράταξης, διότι στοιχειώδης μελέτη τῶν κοινωνικῶν καί πολιτικῶν συσχετισμῶν μετά τόν πόλεμο δείχνει ὅτι ἡ Δεξιά παράταξη σέ ὅλο της τό εὖρος ἦταν καί εἶναι μειοψηφία στό ἐκλογικό σῶμα τῆς πατρίδας μας. Τό ἄθροισμα τῶν δεξιῶν δυνάμεων στήν Ἑλλάδα ἱστορικῶς κινεῖται μεταξύ 35-45% μάξιμουμ ἐνῶ τῶν λεγόμενων προοδευτικῶν δυνάμεων μεταξύ 50-60%. Κάποτε, τό 1981, ἔφθασε καί τό 65%. Ἡ Δεξιά παράταξη κλήθηκε στήν διακυβέρνηση ὅποτε τό ἐθνικό συμφέρον ὑπαγόρευσε πώς μόνο αὐτή ἔχει τήν ἱκανότητα-πεῖρα νά φέρει σέ πέρας ἱστορικές προκλήσεις (1974-μεταπολίτευση) ἤ ὅποτε ἡ κεντροδεξιά παράταξη ἀνοίχτηκε μέ θάρρος πολύ πέρα ἀπό τά ὅριά της. Τό 1990 ὁ Κωνσταντῖνος Μητσοτάκης ἔλαβε 47% περιλαμβάνοντας στήν κυβέρνησή του τόν Μίκη Θεοδωράκη. Τό 2004 καί ἀφοῦ ἀπαιτήθηκε νά περάσουν 11 χρόνια ἐκτός ἐξουσίας ὁ Κώστας Καραμανλῆς μέ τήν πολιτική τοῦ μεσαίου χώρου διεύρυνε τά ὅρια τῆς ΝΔ στό 45% καί ἐξασφάλισε τέτοια κοινωνική ἀνοχή, ὥστε ἡ κυβερνητική θητεία τῆς ΝΔ ἔφθασε κοντά τά ἕξι ἔτη. Δεύτερη σέ χρόνο διαρκείας μετά τήν πρώτη μεταπολιτευτική κυβέρνηση τῆς ΝΔ (1974-81). Ἀντιθέτως, ὅσες φορές τό κόμμα περιχαρακώθηκε (1996) ἁπλῶς κατέγραψε τήν μειοψηφία του στήν ἑλληνική κοινωνία.
Οἱ ἀπόψεις αὐτές περί «ἐκτόπισης» τῆς Ἀριστερᾶς ἀπό τούς θεσμούς μέ τήν βία εἶναι ἐπίσης ἀντίθετες μέ τήν παράδοση τοῦ κόμματος. Ὄχι μόνο τήν μεταπολιτευτική καί τήν νομιμοποίηση τῆς Ἀριστερᾶς ἀπό τόν Κωνσταντῖνο Καραμανλῆ ἤ καί τήν πολιτική τῆς ἐθνικῆς συμφιλίωσης ἀπό τόν Κωνσταντῖνο Μητσοτάκη ἀλλά καί μέ ἐκείνη τῶν ὕστερων ἐτῶν. Μία ὁλόκληρη γενιά στελεχῶν τῆς ΝΔ νίκησε τήν Ἀριστερά στά πανεπιστήμια μέ τόν λόγο, ὄχι μέ τά στυλιάρια. Μέ τό ἐπιχείρημα, ὄχι μέ τήν ἀπώθηση. Μέ τήν ἀντιπαράθεση, ὄχι μέ τόν ἀποκλεισμό. Ἀποτελεῖ σφάλμα μέγα νά προτείνεται στήν ἡγεσία τῆς παράταξης νά κερδίζει μάχες μέ νομοθετικά διατάγματα «ἀποφασίζομεν καί διατάσσομεν», καί ὄχι μέ τήν ψῆφο στήν κάλπη. Πολύ δέ περισσότερο ὅταν οἱ ἰδέες αὐτές εἶναι ἀντιγραφή σοβιετικῶν πρακτικῶν (ὑπάρχουν σταλινικοί στή ΝΔ;) καί ξένες πρός τήν φιλελεύθερη δημοκρατία. Ἡ Ἀριστερά πρέπει νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν ἐξουσία πράγματι, τό ταχύτερο, δέν ὑπῆρξε ὠφέλιμος γιά τήν χώρα. Ἀλλά πρέπει νά ἀπομακρυνθεῖ μέ δημοκρατικές διαδικασίες.
Τρίτον καί σημαντικότερον, ὅμως, αὐτή ἡ ρητορεία ἀντιστρατεύεται τήν προοπτική ἐξουσίας τῆς κεντροδεξιᾶς παράταξης τήν ὥρα πού δίνει τήν μάχη τῆς αὐτοδυναμίας καί χρειάζεται τήν ψῆφο ἀπογοητευμένων ψηφοφόρων τοῦ ΣΥΡΙΖΑ. Ἀσφαλῶς ἡ ἀντι-αριστερή ρητορεία ἐνθουσιάζει τούς πεπεισμένους καί τούς δεδομένους. Καμμία ἀντίρρηση. Μόνο πού ταυτόχρονα διώχνει τούς σκεπτικούς καί τούς προβληματισμένους. Μεταφέρει τό παιχνίδι στό γήπεδο τοῦ ΣΥΡΙΖΑ καί ἀντικειμενικά λειτουργεῖ ὑπέρ τῆς κυβέρνησης καί κατά τῆς ἀντιπολίτευσης. Δέν βλέπω βεβαίως κάτι τό ἐσκεμμένο στήν ὅλη ὑπόθεση, ἄν καί οἱ συγκυρίες θά μποροῦσαν νά μέ κάνουν νά τό σκεφτῶ. Εἶμαι βέβαιος πώς πρόκειται γιά ὑπερβολικό ἐνθουσιασμό προκειμένου νά ἐκφραστεῖ δημοσίως ἡ λαϊκή ἀγανάκτηση. Ὡστόσο εἶμαι τῆς ἄποψης πώς ἄν θέλει νά ἀπαλλαγεῖ κανείς ἀπό αὐτή τήν ἐπικίνδυνη κυβέρνηση καί νά συμβάλλει στήν ἐκλογή τοῦ Κυριάκου Μητσοτάκη στήν πρωθυπουργία, αὐτό θά τό ἐπιτύχει μέ τήν μετριοπάθεια, τήν ψυχραιμία καί μέ τήν πειθώ. Πάντως, ὄχι μέ ἐπιχειρήματα γραμμένα στό γύψο. Διότι ἀκόμη καί ἄν αὐτά τυχόν ἐπικρατήσουν, θά εἶναι πρόσκαιρα πλειοψηφικά. Καί αὐτό δέν ταιριάζει σέ μιά παράταξη μεγάλων ἀποστάσεων. Ἄλλο τά μικρά τυχοδιωκτικά κόμματα καί ἄλλο οἱ μεγάλες παρατάξεις.