Μεσημέρι στήν Ἀθήνα. Περπατῶ στήν Νικηταρᾶ…
… ὅπου εἶχα ἕνα εὐχάριστο ραντεβού μέ φίλους, μπαίνω στήν Φειδίου, περνῶ τή στοά τοῦ ξενοδοχείου Τιτάνια, στέκι τῶν καθώς πρέπει ἐρχομένων ἀπό τήν περιφέρεια γιά δουλειές στήν Ἀθήνα, βγαίνω στήν Πανεπιστημίου καί ἀνεβαίνω πρός τόν σταθμό τοῦ μετρό Πανεπιστήμιο. Κυλιόμενη σκάλα πού νά σέ κατεβάζει, δέν ὑπάρχει. Μόνον ἄνοδος γιά τούς ἀνερχομένους, ἐσύ πρέπει νά κατέβεις καμμιά πενηνταριά σκαλιά. Δέν ἔχω πρόβλημα. Ἀλλά ὑπάρχουν ἄλλοι, πού ἔχουν.
Κατεβαίνω στόν χῶρο ἀκυρώσεως τῶν εἰσιτηρίων. Χτυπῶ τήν κάρτα μου καί βλέπω τόν ἀριθμό 1, πού σημαίνει ὅτι ἔχω ἀκόμη μιά διαδρομή στό τσιπάκι μου. Φορῶ τήν μάσκα μου καί κατεβαίνω γιά νά φθάσω στήν ἀποβάθρα Ἑλληνικό. Κι ἐδῶ, μόνον ἄνοδος μέ κυλιόμενη σκάλα. Φαίνεται ὅτι οὐδείς ἐκ τῶν φωστήρων πού σχεδίασαν τό μετρό γνωρίζει ὅτι γιά τά γόνατα ἡ κάθοδος εἶναι σκότωμα, ἐνῶ ἡ ἄνοδος θεραπεία.
Φθάνω στήν ἀποβάθρα καί σέ τρία λεπτά φθάνει ὁ συρμός. Ἡ ὥρα εἶναι 15.35 καί τά βαγόνια κατάμεστα. Μπαίνω τελευταῖος, μέ τήν ράχη στόν τοῖχο, πλάι στήν θύρα. Στό Σύνταγμα τό βαγόνι σχεδόν ἀδειάζει, ἀλλά εἰσέρχονται δεκάδες νέοι ἐπιβάτες. Μαζεύομαι στήν γωνιά μου καί αὐθορμήτως σφίγγω τήν μάσκα πιό δυνατά στό πρόσωπό μου. Κατεβαίνω στόν σταθμό Συγγροῦ-Φίξ. Ἔχω ἀφήσει τό αὐτοκίνητο στό τέταρτο ὑπόγειο. Στίς 12.30 πού ἔφθασα, στό α΄ ὑπόγειο, ἡ ἔνδειξη ἔδειχνε πλῆρες. Στό δεύτερο ἔδειχνε ὅτι ὑπῆρχαν πέντε θέσεις! Δέν ὑπῆρχε οὔτε μία! Στό τρίτο, ἔγραφε 7 καί πάλι καμμία θέση! Στό τέταρτο, σκοτάδι βαθύ, ἀλλά ὑπῆρχε ὁ ἀριθμός 61. Πράγματι, παρκάρισα, ἀνάβοντας τά φῶτα τοῦ αὐτοκινήτου. Προφανῶς ἔχουν καεῖ οἱ λάμπες τοῦ ὑπογείου καί προφανῶς οὐδείς ἐνδιαφέρεται. Ἀνάβω τόν φακό τοῦ κινητοῦ. Μέσα στήν βρώμα τό πλαστικό δάπεδο. Κάθε εἴδους λεκές, ἀποκαλύπτεται στό φῶς ὅπως καί μιά ἔντονη δυσοσμία. Φθάνω στόν ἀνελκυστῆρα, γιά νά ἀνέβω στό β΄ ὑπόγειο, ὅπου καί ὁ σταθμός τοῦ μετρό. Βρώμα καί δυσωδία στό πάτωμα ἀλλά καί καί στίς γυάλινες πόρτες καί ἐπιφάνειες. Χοιροστάσιο, ἀπό τά παλιά…
Τώρα, ἐπιστρέφοντας, πηγαίνω στό μηχάνημα τῆς αὐτομάτου πληρωμῆς, στό ὑπόγειο 4. Τό μηχάνημα δέν λειτουργεῖ. Ἀνεβαίνω μέ τόν ρυπαρό ἀνελκυστῆρα στό σημεῖο μηδέν, ὅπου καί τό Κεντρικό Ταμεῖο. Περιμένω νά πληρώσουν δύο κυρίες. «Τό ξέρετε ὅτι τό μηχάνημα αὐτομάτου πληρωμῆς στό 4, δέν λειτουργεῖ;» ἐρωτῶ τήν ταμία. «Καί πῶς νά τό ξέρω;» μοῦ ἀπαντᾶ. «Καί ποιός τό ξέρει;» λέω, δίκην κολοκυθιᾶς. «Τό Μετρό!» μοῦ ἀπαντᾶ. «Καί τί εἶναι τό Μετρό; Ἀπρόσωπο; Δέν ἔχει διοίκηση; Ὑπαλλήλους; Ταμίες; Καθαρίστριες; Ἠλεκτρολόγους;» λέω, ἐμφανῶς ἐκνευρισμένος ἀπό τήν νιρβάνα πού ἀντιμετωπίζω. «Νά πάρετε τηλέφωνο νά τούς τά πείτε» μοῦ λέει ἡ ὑπάλληλος, πού ἔχει ἀρχίσει νά ἐκνευρίζεται. «Δέν θά τούς τηλεφωνήσω, θά τά γράψω αὔριο στήν ἐφημερίδα!» τῆς ἀπαντῶ, ἀλλά ἐκείνη ἔχει ἤδη φωνάξει τήν κυρία πού περιμένει πίσω μου. «Γράψτε τα καί φέρτε τα νά τά διαβάσω» μοῦ λέει ἡ ὑπάλληλος. Λέω νά τῆς πάω τό σημερινό φύλλο, ὅποτε μπορέσω…