Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 3 Σεπτεμβρίου 1918
Σᾶς παρουσιάζω τόν ἄνθρωπον τῶν σταθμῶν καί τῶν στάσεων. Ἀνάδοχός του εἶνε ἕνας σιδηροδρομικός διευθυντής. Ἀλλά τί ἠμπορεῖ νά εἶνε ἕνας ἄνθρωπος μέ τόν τίτλον αὐτόν; Ἰδού τό ζήτημα. Κατόπιν ἐπιμόνων ἐρευνῶν, κατώρθωσα νά βεβαιωθῶ ὅτι δέν ἀνήκει ἐπισήμως οὔτε εἰς σιδηροδρομικήν, οὔτε εἰς ἀστυνομικήν, οὔτε εἰς ἄλλην σχετικήν ὑπηρεσίαν. Ἐν τούτοις ἀπό τῆς 8 π.μ. μέχρι τῆς 1 μ.μ. τόν εὑρίσκετε ἐξασκοῦντα τά ἀπροσδιόριστα καθήκοντά του μεταξύ τῆς εἰσόδου τούς σταθμοῦ Ὁμονοίας, τοῦ Ἠλεκτρικοῦ, καί τῆς κάτω πλατφόρμας. Ἀνεβοκατεβαίνει, κατεβοανεβαίνει, πηγαινοέρχεται, παρακολουθεῖ τάς ἀφίξεις καί ἀναχωρήσεις τῶν τραίνων μέ ζῆλον, ὁ ὁποῖος δέν ἠμπορεῖ παρά νά ὀνομασθῇ ἔνθεος.
– Ἀνήκει εἰς τήν ὑπηρεσίαν σας ὁ κύριος αὐτός; Ἐρώτησα προχθές τόν κ. Βλάγκαλην.
– Δέν μπορῶ νά πῶ ὅτι δέν ἀνήκει, μοῦ ἀπήντησε. Εἶνε τακτικώτερος ἀπό τούς ὑπαλλήλους μου. Καί ὅμως οὔτε πληρώνεται ἀπό τήν Ἑταιρείαν οὔτε εἶνε ἀναγεγραμμένος πουθενά εἰς τόν ἔλεγχον τῶν ὑπαλλήλων μας. Ἴσως εἶνε ἐρασιτέχνης σιδηροδρομικός, ἴσως μυστικός πράκτωρ, ἴσως… Τί νά σᾶς πῶ κ’ ἐγώ;
Ὁ μυστηριώδης ἄνθρωπος εἶνε ἡλικίας 60-65 ἐτῶν, ὑψηλός, καλά κρατημένος διά τήν ἡλικίαν του, εὐκίνητος, εὐπρεποῦς ἐξωτερικοῦ, μέ ὕφος παλαιοῦ συνταξιούχου ἤ στρατιωτικοῦ ἀποστράτου. Μετά τήν 1 μ.μ. ἀποσύρεται ἀπό τήν ὑπηρεσίαν του τοῦ σταθμοῦ Ὁμονοίας καί κανείς δέν γνωρίζει πο διευθύνεται. Περί τήν 5 μ.μ. ἐμφανίζεται ἐκ νέου, ἀλλ’ ὄχι πλέον εἰς τόν σταθμόν τοῦ Ἠλεκτρικοῦ. Ἐμφανίζεται εἰς τήν στάσιν τῶν τροχιοδρόμων, ἐπί τῆς πλατείας τοῦ Συντάγματος, ἐκεῖ κἄπου πρό τοῦ ξενοδοχείου τῆς «Ἀγγλίας». Ἔχει ὕφος ἀνθρώπου ἀναμένοντος τήν διάβασιν κάποιου τράμ. Σταματᾷ τό τράμ τοῦ Βοτανικοῦ. Προχωρεῖ εἰς τόν συνωστισμόν. Νομίζετε ὅτι θά ἐπιβῇ. Δέν ἐπέβη. Τόν ξαναβλέπετε. Ἴσως περιμένει τό τράμ τοῦ Παγκρατίου. Φθάνει καί τό τοῦ Παγκρατίου. Τά ἴδια. Περνοῦν διαδοχικῶς τό 2, τό 10, τό 12. Περνοῦν ᾑ ὧρες. Τίποτε. Πλησιάζει ἡ 9 μ.μ. Ὁ ἄνθρωπός μας εἶνε πάντοτε ἐκεῖ. Καί δέν ἀποσύρεται παρά ὅταν ἀκούσῃ τούς ἐννέα μελαγχολικούς κωδωνισμούς τοῦ ὡρολογίου τῆς Μητροπόλεως. Ποῦ διευθύνεται ἀπ’ ἐκεῖ, ἄδηλον πάλιν.
– Δέν μοῦ λές, σέ παρακαλῶ, ἐρώτησα ἕνα ὁδηγόν τοῦ τράμ. Ὁ κύριος ἀπ’ ἐδῶ εἶνε ἐπιθεωρητής τῶν γραμμῶν;
– Δέν τόν γνωρίζω, κύριε. Ἀλλά κάτι θά εἶνε. Τόν βλέπω τακτικά ἐδῶ.
Καί ἐκουδούνισεν ἀδιάφορος.
Χθές τό πρωί τόν ξαναεῖδα, ἐρχόμενον νά ἀναλάβῃ τήν μυστηριώδη ὑπηρεσίαν του εἰς τόν σταθμόν τοῦ Ἠλεκτρικοῦ. Καί ἀπεφάσισα, ἐπί τέλους, νά ἐξακριβώσω τί συμβαίνει. Εἶνε σταματημένος εἰς τήν κεντρικήν εἴσοδον τοῦ σταθμοῦ. Τρία κοριτσάκια τῆς ἑωθινῆς γυναικείας ἐξόδου, διά τήν ὁποίαν θά ὁμιλήσωμεν ἄλλοτε, περνοῦν ἀνύποπτα ἐμπρός του, μέ τά σεντόνια τοῦ λουτροῦ στά χέρια, σπεύδοντα νά προφθάσουν τό τραῖνο. Καθώς περνοῦν, τά ἐποπτεύει ἀφ’ ὑψηλοῦ, μέ μίαν εὐσυνειδησίαν παραδειγματικήν. Πρόκειται νά ἐξακριβώσῃ ἄν ὁ λαιμός, τό γυμνόν μέρος τοῦ στήθους, τά σχετικά μπρατσάκια, εὑρίσκονται ἐν τάξει. Ὅλα εἶνε ἐν τάξει. Λαμπρά. Πασσέ! Ἐγκρίνει σιωπηρῶς τήν διάβασιν. Ἔπειτα τά παρακολουθεῖ μέχρι τοῦ κάτω μέρους τοῦ σταθμοῦ. Τό τραῖνον φθάνει. Σταματᾷ πρός τῆς θύρας ἑνός ὀχήματος τῆς Α΄ θέσεως. Τά κοριτσάκια περνοῦν. Ἔρχονται ἄλλα. Κατόπιν ἄλλα. Ἐξακολουθεῖ ἐπιθεωρῶν ἀφ’ ὑψηλοῦ. Λαιμοί, στήθη, μπρατσάκια, ὅλα εἶνε ἐν τάξει. Δίδει σιωπηρῶς πάλιν τό σύνθημα τῆς ἀναχωρήσεως. Τό τραῖνον φεύγει. Ὁ ἄνθρωπός μας μένει. Μένει διά νά ξαναγυρίσῃ εἰς τήν εἴσοδον τοῦ σταθμοῦ, νά ξανακατεβῇ, νά ξαναναεβῇ. Καί οὕτω καθεξῆς μέχρι τῆς 1 μ.μ. Αὐτό θά πῇ ἐκτέλεσις καθήκοντος! Οἱ λαιμοί, τά στήθη, τά μπρατσάκια, αἱ σχετικαί συνέχειαι, ὀφείλουν ὅλα νά εὑρίσκωνται ἐν τάξει. Τί Διάβολο! Καί ὁ ἄνθρωπός μας ὀφείλει νά τό πιστοποιήσῃ αὐτό εἰς τούς σταθμούς καί τάς στάσεις. Καί τό πιστοποιεῖ εὐόρκως.
– Ἀλλά τί καταλαβαίνει, ἐπί τέλους, ὁ κύριος αὐτός; μ’ ἐρώτησεν ὁ ἀδιόρθωτος Ὁράτιος.
– Ἄ! φίλε μου Ὁράτιε! Εἶσαι λοιπόν τόσον ξεροκέφαλος καί εἶνε ἀνάγκη νά σοῦ ἐπαναλαμβάνῃ κανείς ἐπί αἰῶνας ὁλοκλήρους τά ἴδια πράγματα; Δέν ἐπείσθης λοιπόν ἀκόμη, ὅτι ὑπάρχουν εἰς τόν οὐρανόν καί ἐπί τῆς γῆς πράγματα, τά ὁποῖα οὔτε εἰς τόν ὕπνον της εἶδεν ἡ φιλοσοφία σου;
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ