Ἡ Ἰωάννα Κολοβοῦ εἶναι μία ἐξαίρετη δημοσιογράφος
Συνεργάτις τοῦ Μίκη Θεοδωράκη, ἐγκυρότατη συντάκτις τοῦ πολιτιστικοῦ ρεπορτάζ. Ἡ Ἰωάννα Κολοβοῦ κινδυνεύει νά χάσει τό μοναδικό της σπίτι (ἕνα δυάρι στοῦ Γκύζη) γιά ἕνα χρέος 15.000 εὐρώ σέ μία «κάρτα» τῆς Ἐθνικῆς Τραπέζης, ἡ ὁποία πούλησε «ἐν κρυπτῷ» τό δάνειο σέ «κοράκια», τά ὁποῖα ἔβγαλαν «ἐν παραβύστῳ» τό σπίτι σέ πλειστηριασμό καί τό ἀγόρασε ἕνας «κυνηγός κεφαλῶν».
Κάμποσοι ἐξ ἡμῶν ἔχουν προστρέξει στό πλευρό τῆς συναδέλφου μας καί ἡ ἔξωση ἀπό τό σπίτι της ἔχει ἀναβληθεῖ μέχρι τό τέλος τοῦ μηνός, μήπως καί τελικῶς σώσει τήν «φωλιά της».
Ἡ Ἰωάννα Κολοβοῦ ἔχει ἀδικηθεῖ τά μέγιστα στό συγκεκριμένο θέμα. Ὡστόσο, δέν παύει νά εἶναι ὑπεύθυνος πολίτης καί σωστή δημοσιογράφος. Καί ἰδού (ἀποκαλύπτομαι, ἀγαπητή συνάδελφος) τί ἔγραψε.
«Τό κοινό περί δικαίου αἴσθημα δέν σημαίνει στήνω γκιλοτίνες καί ἀγχόνες στίς πλατεῖες. Δέν σημαίνει “καρφώνω” τή δικαστίνα, πού διαφωνοῦσε μέ ὅ,τι ἐγώ κρίνω δίκαιο. Τό κοινό περί δικαίου αἴσθημα, πού ἔχει γίνει καραμέλα πιά ἀπό κάθε ἕναν ἡμιαγράμματο, δέν σημαίνει καταργῶ τούς δικαστές καί κρίνω ἐγώ πῶς θά ἔπρεπε νά δικάζουν καί τί ἀπόφαση νά βγάλουν· ἄν ὑποθέσουμε ὅτι ζοῦμε σέ ἕνα Κράτος Δικαίου, ὅπως ἔχει καταγραφεῖ ρητῶς στό ἄρθρο 25 παρ.1 τοῦ Συντάγματος.
Πρόκειται γιά ἕναν μηχανισμό Δικαιοσύνης, ὁ ὁποῖος συμβάλλει στήν προαγωγή τοῦ δημοκρατικοῦ πολιτεύματος. Στό πλαίσιό του ὁριοθετεῖται ἡ κρατική ἐξουσία ἀπό τό Σύνταγμα καί τούς κανόνες τοῦ διεθνοῦς δικαίου. Τό Κράτος Δικαίου θέτει τούς κανόνες, ὥστε νά ἀποκτήσουν οἱ πολῖτες κοινή ἀντίληψη γιά τή δικαιοσύνη καί νά διαχωρίζουν τό δίκαιο ἀπό τό ἄδικο.
Ὅσοι ὀμνύουν στό κοινό περί δικαίου αἴσθημα, θεωροῦν ὅτι εἶναι ἀποδεδειγμένο πώς τό αἴσθημα αὐτό εἶναι κοινό σέ ὅλους τούς πολῖτες. Κάτι τέτοιο ὅμως δέν ἰσχύει. Τό αἴσθημα δικαίου κάθε κοινωνίας ἐξαρτᾶται ἀπό πολλές μεταβλητές. Τό κοινό περί δικαίου αἴσθημα, ἀφῆστε το νά τό χρησιμοποιοῦν οἱ δικαστές ὅπως ξέρουν αὐτοί. Σέ μία εὐνομούμενη Δυτική ‒ἀστική ἔστω‒ δημοκρατία, οἱ ἐξουσίες εἶναι αὐστηρά διαχωρισμένες, βασικό ἀξίωμα τοῦ Διαφωτισμοῦ. Ἄν θέλουμε νά ὀνομαζόμαστε ἄξια τέκνα του, ἄς σεβαστοῦμε τό “κοινό περί δικαίου αἴσθημα” κι ἄς μήν τό εὐτελίζουμε…
Ἄς τό προσέξει αὐτό καί τό Σωματεῖο Ἑλλήνων Ἠθοποιῶν καί ἄς μήν μεταβάλλει (ἔπειτα, μάλιστα, ἀπό τούς κάκιστους “Πέρσες”, παράσταση στήν ὁποία ἀκόμη καί στόν μοναδικό ὕμνο τοῦ Αἰσχύλου “Ἴτε, παῖδες Ἑλλήνων, ἐλευθερῶστε τήν πατρίδα, ἐλευθερῶστε τά παιδιά καί τίς γυναῖκες σας, τά ἱερά τῶν πατρώων θεῶν, τούς τάφους τῶν προγόνων. Νῦν ὑπέρ πάντων ἀγών”, ὁ “Ἄγγελος” μπέρδεψε τά λόγια του, καταστρέφοντας τήν ἤδη ἑτοιμόρροπη καί ἀλλοπρόσαλλη παράσταση στήν Ἐπίδαυρο σέ “τσιφλίκι”. Ἄς διαμαρτυρηθεῖ ὅσο θέλει, ἀλλά ὄχι σέ χῶρο στόν ὁποῖο ὁ ἄλλος ἔχει πληρώσει καί ἔχει ταξιδέψει γιά νά δεῖ παράσταση Ἀρχαίου Δράματος καί ὄχι ὁποιασδήποτε μορφῆς πολιτικο-κομματικό ἤ “καταγγελτικό” σόου. Γιά νά ἐξηγοῦμαι: Ὁ ‒καταδικασθείς ἀπό τήν Δικιαιοσύνη‒ Λιγνάδης μοῦ εἶναι ἀντιπαθέστατος καί ὡς σκηνοθέτης καί ὡς ἠθοποιός. Μετριότατος, δέν θά τόν προσελάμβανα οὔτε ὡς τρίτο βοηθό. Ὅπως καί τόν προχθεσινό σκηνοθέτη, πού ἀσέλγησε εἰς βάρος τῶν “Περσῶν”.»