Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 13 Αὐγούστου 1922
Ἔγινα μάρτυς, χθές τό ἀπόγευμα, μιᾶς ἀποκαρδιωτικῆς σκηνῆς. Εἰς τόν ἐξοχικό δρόμο κἄποιο λαμπρό, ἰδιωτικό αὐτοκίνητο εἶχε καρφθωθῇ στή θέση του ἀπό αἰφνιδίαν πᾶν. Ὁ κύριος τοῦ αὐτοκινήτου εἶχεν ἀποβιβασθῇ καί παρηκολούθει τήν ἀντικατάστασιν τοῦ πληγωθέντος ἀεροθαλάμου, μέ ἀγωνιώδη βλέμματα. Τό κοινότατον αὐτό ἐπεισόδιον εἶχε ἀποτελέσῃ μίαν μεγάλην δυστυχίαν εἰς τήν ζωήν τοῦ εὐτυχοῦς ἀνθρώπου. Ἐβιάζετο προφανῶς διά μίαν εὐχάριστον συνάντησιν ἤ ἕνα καλόν γεῦμα, διότι ὡς ἐκ τῆς ὥρας τοῦ ἀτυχήματος δέν ἐπετρέπετο νά ὑποθέσῃ κανείς, ὅτι ἐπρόκειτο περί ἐπειγούσης ἐργασίας. Ὁπωσδήποτε κοινός θνητός, εἰς τόν ὅποιον θά εἶχε ἀναγγελθῇ ὁ αἰφνίδιος θάνατος προσφιλοῦς του ὄντος, δέν θά παρουσίαζε τήν εἰκόνα τῆς δυστυχίας, τοῦ ὁποίου εἶχε σπάσει ἡ σαμπρέρα τοῦ αὐτοκινήτου.
-Διάβολε! Τί δυστυχία εἶναι πάλι αὐτή; Καί νά βιάζεται κανείς…
Τά εἶχε βάλῃ μέ τόν σωφέρ του, ὁ ὁποῖος δέν εἶχε προσέξῃ ἐγκαίρως τά ἐλαστικά, μέ τό Κράτος, ποῦ ἀνέχεται τούς δρόμους εἰς τήν ἀθλίαν αὐτήν κατάστασιν, μέ τούς διαβάτας, ποῦ εἶχαν σταματήσῃ νά περιεργασθοῦν τό περίεργον θέαμα καί μέ τόν ἀγαθόν Θεόν ἀκόμη, ὁ ὁποῖος ἐνῶ φροντίζει διά τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ, δέν φροντίζει καί διά τούς τροχούς τῶν αὐτοκινήτων. Ἐν τῷ μεταξύ ὁ σωφέρ εἶχε καλέσῃ κἄποιον πτωχόν διάβολον, εὑρεθέντα κατά τύχην εἰς τόν τόπον τοῦ ἀτυχήματος, διά νά τόν βοηθήσῃ εἰς τήν ἐπισκευήν. Ὁ ἄνθρωπος ἔσπευσε νά προσφέρῃ τάς ὑπηρεσίας του. Καθυστέρησεν ὅμως δύο δευτερόλεπτα διά νά ρουφήξῃ καί τήν τελευταίαν πνοήν τοῦ φθίνοντος σιγαρέττου. Τί φυσικώτερον ἀπ’ αὐτό; Εἰς ἐποχήν, ποῦ ἕνα σιγαρέττο ἔφθασε νά στοιχίζῃ δώδεκα λεπτά, ἕνας πτωχός διάβολος δέν τό πετᾷ, πρίν ἐκμυζήσῃ καί τό ἔσχατον μόριον τῆς ἡδονῆς, ποῦ τοῦ προσφέρει. Ἀλλά ὁ λαμπρός κύριος τοῦ αὐτοκινήτου δέν ἦτο δυνατόν νά συγχωρήσῃ τήν καθυστέρησιν αὐτήν.
-Ὤχ, ἀδελφέ κ’ ἐσύ! Θά σέ περιμένουμε τώρα νά τελειώσῃς τή βρωμογόπα σου; ἐβρυχήθη.
-Μέ συγχωρεῖτε, κύριε. Ἔφτασα…
-Τί ἔφτασες καί ξέφτασες; Αἰωνίως μέ τά τσιγάρα στό στόμα! Φτωχοί ἄνθρωποι, δέν ἔχετε ψωμί νά φᾶτε καί τό τσιγάρο δέν μπορεῖ νά σᾶς λείψῃ.
-Τί νά κάνουμε, κύριε;
-Νά τό κόψῃς. Νά, τί νά κάνῃς!
Σέ συμφέρει τώρα νά φουμάρῃς, ἕνας κακομοίρης ἐκεῖ, μέ τρεῖς δραχμές τό πακέτο; Οὔτε ὁ φόρος λοιπόν δέν σᾶς σωφρόνισε;
-Μακάρι νά μποροῦσα, κύριε. Δέν μπορῶ…
Εἶχα σταματήσῃ καί ἀκολουθοῦσα τήν τραγικήν στιχομυθίαν.
-Δέν μπορεῖς, αἴ;… εἶπε, σέ λιγάκι, ὁ κύριος τοῦ λαμπροῦ αὐτοκινήτου, μ’ ἕνα μορφασμόν ἐσχάτης περιφρονήσεως. Ἐγώ πῶς μπορῶ; Μέ εἶδες τόση ὥρα νά φουμάρω;
Ὁ πτωχός διάβολος ἐσάλεψε θλιβερά τό κεφάλι του.
-Τοῦ λόγου σου, ἀφεντικό, ἐμουρμούρισε, ἔχεις κι’ ἄλλες χαρές στή ζωή σου. Ἐμᾶς τούς φτωχούς ἕνας καπνός μᾶς ἀπόμεινε. Νά μᾶς τόν πάρετε κι’ αὐτόν; Πάρτε μας καί τή ζωή μας λοιπόν νά ἡσυχάσουμε!
Ἐν τῷ μεταξύ ἡ ἐπισκευή εἶχε τελειώσῃ, καί ὁ λαμπρός κύριος, ἀφοῦ εἶχε δώςῃ τό μάθημά του πρός τόν πτωχόν διάβολον, ἐπέβη τῆς ἁμάξης του καί ἐξηφανίσθη, εὐτυχής προφανῶς, διότι εἶχε κάμῃ μίαν καλήν πρᾶξιν –μία ὡραία συμβουλή εἶνε πάντοτε μία καλή πρᾶξις– εἰς τήν ζωήν του. Ἡ συμβουλή βεβαίως δέν ἦτον ἐστερημένη λογικῆς.
Ἀλλά δυστυχῶς ἡ λογική τοῦ πλούτου εἶνε συνήθως μία λογική ἄχρηστος διά τούς πτωχούς. Συνηθέστατα εἶνε κἄτι χειρότερον. Εἶνε μία λογική σκληρά, θηριώδης καί ὁμοιάζουσα ἀπολύτως, ὅταν προσφέρεται πρός τούς δυστυχεῖς, μέ μίαν ἄρνησιν τοῦ ἀνθρωπισμοῦ καί μίαν κακήν πρᾶξιν.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ