Ἑνώνουμε τήν φωνή καί τήν ψυχή μας μέ τίς γυναῖκες τοῦ Ἰράν…
… πού πολεμοῦν τό καταπιεστικό καί ἀπάνθρωπο ἰσλαμικό φανατισμό! Εἴμαστε στό πλευρό τους καί ἔχουμε δεῖ ἀπό πολύ κοντά τό πόσο καταπιέζονται οἱ γυναῖκες καί οἱ νέοι. Ἐπιτρέψτε μου νά γνωρίζω, καθώς ἕνας ἐκ τῶν ἀδελφῶν μου ἔχει παντρευτεῖ Ἰρανή καί ἡ οἰκογένειά της δραπέτευσε ἀπό τίς φυλακές τοῦ Χομεϊνί!
Ἐπιτρέψτε μου, ἐπί τῇ εὐκαιρίᾳ, νά διηγηθῶ μιά μικρή περιπέτεια, ἐπί προεδρίας Κωστῆ Στεφανόπουλου…
Ἦταν τό πρῶτο ἐπίσημο ταξίδι Ἕλληνα Προέδρου στήν Περσία καί εἶχε διάρκεια τεσσάρων ἡμερῶν. Τεχεράνη, Ταυρίδα, Περσέπολη, Ἰσφαχάν…
Τελευταία ἡμέρα, ἐπιστρέψαμε νωρίς στό ξενοδοχεῖο καί καθίσαμε –μεγάλη ἀποστολή– στό τεράστιο σαλόνι γιά ξεκούραση. Τό πονηρό μάτι τοῦ Γιώργου Βότση πέφτει σέ ἕνα παλιό πιάνο μέ οὐρά. «Δέν πᾶς νά καθίσεις, νά ποῦμε κανένα τραγούδι; Ἀλκοόλ δέν μᾶς ἔχει, ἄς κάνουμε κέφι μέ τίς πορτοκαλάδες!» μοῦ λέει. «Τί λές; Ἐδῶ ἀπαγορεύεται ἡ δυτική μουσική! Θά μᾶς μπαγλαρώσουν!» ἀποκρίνομαι, ἀλλά ἐκεῖνος ἔχει ἀνάψει! «Ποιός θά μιλήσει, ὅταν εἶναι ἐδῶ μαζί μας ὁ Πρόεδρος;» μοῦ λέει καί πλησιάζει τόν Στεφανόπουλο. Ἐκεῖνος γνέφει καταφατικά, καί ὁ Γιῶργος μέ ὁδηγεῖ στό ὄργανο! Τό ἀνοίγω. Γερμανικό! Τό δοκιμάζω. Τέλεια χορδισμένο! Παίζω τήν εἰσαγωγή ἀπό τό «Πᾶμε μιά βόλτα στό φεγγάρι», σηκώνει ὁ Βότσης κάποιες ἀπό τίς κυρίες τῆς συνοδείας μέ πρώτη τή γυναῖκα του καί στήνεται ἡ χορωδία. Σεγκόντο ἐμεῖς, μπροστά τά κορίτσια!
«Μαργαρίτα μαγιοπούλα», παρελαύνει ὁλόκληρος ὁ Μίκης, τά ἅπαντα τοῦ Μάνου, περνᾶμε στόν Ξαρχάκο, τοῦ ὁποίου τή «Βαρκαρόλα» ἐλάχιστοι (καί ὁ Βότσης) γνωρίζουν νά τραγουδοῦν, ἔρχεται «Ἄσπρη μέρα καί γιά μᾶς», μπαίνει στό τραγούδι καί ὁ Πρόεδρος, μαζί καί ὁ Αὐγουλέας, τότε γενικός γραμματεύς, πού ζητᾶ ἐπίμονα Μπήτλς! Ἐγώ, ὅμως, ἔχω κολλήσει στόν Μαρκόπουλο καί ἀντηχεῖ ἡ αἴθουσα ἀπό «Τά λόγια καί τά χρόνια τά χαμένα» καί τά «Μαλαματένια λόγια». Ἔχοντας προϋπηρεσία στή μουσική ἀλλά καί μέ ἀτέλειωτες ὧρες πτήσεως σέ πάρτι φίλων, ξεσκονίζω τή μνήμη, ἔρχεται ὁ Κουγιουμτζῆς, ἀπό κοντά ὁ Σαββόπουλος. Ὁ Πρόεδρος τραγουδᾶ «Μή μιλᾶς ἄλλο γι’ ἀγάπη» (ἀπό τή θέση του, φυσικά, ὄχι ὄρθιος ὅπως οἱ ὑπόλοιποι, πού διαγκωνίζονται γιά παραγγελιές). Ἔρχεται καί τό «Ζεϊμπέκικο τῆς Εὐδοκίας» καί τό ρωμαίικο γλέντι ἔχει ἀνάψει! Κι ἀφοῦ ἔχουμε φτάσει μέχρι τόν Λοΐζο μέ Καζαντζίδη (Τό μερτικό μου ἀπ’ τή χαρά) κάνουμε καί τό χατήρι τῶν ροκάδων καί περνᾶμε στούς Μπήτλς, μέ «Λέτ ἴτ μπί» καί «Γιέστερνταίυ»…
«Καλά, πρέπει νά δεῖς τίς φάτσες τῶν φρουρῶν, ἀλλά καί τοῦ προσωπικοῦ» μοῦ λέει ἕνας συνάδελφος, ἀλλά ἐγώ βλέπω μόνο πλῆκτρα καί πιάνω τήν εἰσαγωγή τοῦ «Σήζ ἔ ρέϊνμποου» τῶν Στόουνς.
«Νά δεῖς πῶς κουνιέται ἡ ρεσεψιονίστα!» μοῦ λέει ὁ ἀξέχαστος Γιῶργος Τσαγκάρης, ἀλλά ποῦ νά τή δῶ ἐγώ, καρφωμένος! Τό πάρτυ κράτησε πέντε ὧρες! Τό πρωί, φεύγοντας γιά τό ἀεροδρόμιο, μαζεύτηκαν γύρω μου τά κορίτσια τοῦ προσωπικοῦ καί μιά ὑπάλληλος μοῦ φίλησε τά χέρια! Εἴχαμε νά ἀκούσουμε τέτοια μουσική ἀμέτρητα χρόνια! «Ἴνς Ἀλά» μοῦ λέει. «Δέν μοῦ τό ζήτησες, θά στό ἔπαιζα!» τῆς εἶπα (ἐννοῶντας τό ὁμώνυμο τραγούδι τοῦ Ἀνταμό), καί γελάσαμε…