Ἡ ταινία «Σμύρνη μου ἀγαπημένη»…
… μιά ἔμπνευση καί παραγωγή τῆς Μιμῆς Ντενίση σέ σκηνοθεσία τοῦ «μάστορα» Γρηγόρη Καραντινάκη, τήν ὁποία παρουσιάζει μέ τήν μορφή σειρᾶς ὁ «Ἀντέννα», μέ κράτησε στήν μπερζέρα, ἄν καί τήν ἔχω δεῖ μέχρι τώρα στό σινεμά δύο φορές! Δέν μπορῶ νά πῶ ὅτι εἶμαι ἀπό τούς εὔκολους θεατές. Ἐπιλέγω προσεκτικά τί θά δῶ καί πάντα θά τό περάσω ἀπό τήν κρισάρα τῆς κριτικῆς. Ἡ ταινία αὐτή μέ ἄγγιξε, ὅπως –πιστεύω– καί τούς περισσότερους ἀπό ἐκείνους πού τήν εἶδαν ἤ παρακολούθησαν τό πρῶτο μέρος, ἐπειδή εἶναι ἁπλή, ἀνθρώπινη καί χωρίς πολλά-πολλά…
Ἔχει ἀποτυπωμένη τήν τελειομανία τῆς παραγωγοῦ, τήν ἤπια δύναμη τοῦ σκηνοθέτη, τίς δυνατές ἑρμηνεῖες, ἀλλά, κυρίως, ἔχει ὅπλο της τήν ἁπλότητα τῆς ἀλήθειας.
Ἔχοντας μεγαλώσει στήν καρδιά τῆς προσφυγιᾶς, τήν Νίκαια, ἔχοντας περάσει μέχρι τά 25 τήν καθημερινότητά μου σέ γειτονιές μέ δρόμους οἱ ὁποῖοι φέρουν ὀνόματα πόλεων τῆς Ἰωνίας καί τῆς Μικρᾶς Ἀσίας (τό πρῶτο μας σπίτι –μέ ἐνοίκιο– στήν ὁδό Συνασσοῦ, τό δεύτερο –δικό μας– στήν ὁδό Σηστοῦ, μέ παράλληλη τήν ὁδό Χαλκηδόνος καί κάθετες τίς ὁδούς Ἑπταλόφου καί Πόλεως Προκοπίου) σέ κάθε σκηνή τῆς ταινίας ἔβλεπα μιά σκηνή ἀπό τήν δική μου ζωή, ἐκεῖ.
Ἡ γλῶσσα τῶν προσφύγων, μέ τούς ἰδιωματισμούς, ἀλλά καί τίς πολλές τούρκικες καί γαλλικές λέξεις, τό κοσμοπολίτικο ὕφος τῶν Σμυρνιῶν (ἡ «Ἕνωσις Σμυρναίων» ἦταν σχολεῖο στόν τομέα τῶν μαζικῶν συνάξεων, γιά τόν τρόπο σερβιρίσματος, γιά τήν ποικιλία τῶν ἐδεσμάτων. Σπουδαῖο γεγονός γιά τήν οἰκογένειά μας μιά βραδυά ἐκεῖ, ὅπου ἦταν καλεσμένος ὁ πατέρας μας, ἕνας ἐκ τῶν ὀλίγων ἰατρῶν στήν Νέα Κοκκινιά), ἡ ἱεροτελεστία τῆς κουζίνας καί τοῦ καφέ, ἔκαναν τά μάτια μου νά ὑγραίνονται συχνά… Ὁμολογῶ ὅτι στό σινεμά δέν εἶχα ἔλθει σέ τόσο ἄμεση ἐπαφή ὅσο μέ τήν σειρά τοῦ «Ἀντέννα». Ἴσως μέ ἐπηρέασε καί ἡ ἀτμόσφαιρα τοῦ σπιτιοῦ, καθώς λίγο πιό πέρα ἀπό τήν τηλεόραση βρίσκονταν οἱ φωτογραφίες τῆς οἰκογένειάς μας, τῆς σχολικῆς μας ζωῆς, τῆς παιδικῆς μας ἡλικίας, τά κουτιά μέ ὅλο ἐκεῖνο τό ὑλικό ἀπό τά μικράτα μας, στούς χωματόδρομους τῆς Νικαίας, μέ τίς γιαγιάδες νά φωνάζουν τά ἐγγόνια τους χρησιμοποιῶντας καί λέξεις πού ἀρχικά δέν τίς καταλαβαίναμε, ἀλλά τίς μάθαμε καί τίς χρησιμοποιούσαμε καμμιά φορά… Καί, βλέποντας τήν πλοκή τῆς ταινίας, ἡ ὁποία ἀρμένιζε ἀποφασιστικά στά γεγονότα τῆς ἐποχῆς, μέ ψύχραιμη ματιά, θυμόμουν τίς ἀφηγήσεις τῶν μεγαλύτερων, πού εἶχαν ἔλθει μέ τήν καταστροφή τοῦ ’22 (πάντα μιλοῦσαν γιά «καταστροφή».)
Ἀφηγήσεις ἤπιες, χωρίς κατάρες καί μεγάλα λόγια, ἀλλά μέ λέξεις πού ἔσφαζαν καί πού δέν ἄφηναν περιθώρια γιά πολλές κουβέντες… Αἰσθάνομαι τυχερός πού συνεργάσθηκα –πρίν ἀρκετό καιρό– μέ τήν Μιμή Ντενίση. Ἄνθρωπος αὐστηρός καί ἐπιμελέστατος, ἐγκάρδιος ἀλλά μετρημένος καί μοῦ εἶχε κάνει ἐντύπωση τό πόσο διαβασμένη ἐρχόταν σέ κάθε μας ἐκπομπή. Μαζί μέ τήν «Μικρά Ἀσία», τοῦ σπουδαίου Ἀποστόλου Καλδάρα, σέ ποίηση Πυθαγόρα καί ἐκτέλεση ἀπό τόν Γιῶργο Νταλάρα καί τήν Χαρούλα Ἀλεξίου, ἡ «Σμύρνη μου ἀγαπημένη», τῆς Μιμῆς Ντενίση, σέ σκηνοθεσία Καραντινάκη, ἀποτελοῦν πολύτιμο δίπτυχο ἀναμνήσεων καί ποιότητας.