Τελικά, Ζάχο, δέν τά κατάφερες!
Ἔμεινες στά ἐνενήντα ἐννέα καί δέν πάτησες τά ἑκατό! «Θά μᾶς θάψεις ὅλους» σοῦ ἔλεγα ὅταν ἰσχυριζόσουν ὅτι …παραωρίμασες.
«Ἔ, δέν εἶναι καί τόσο δύσκολο» ἀπαντοῦσες καί γελοῦσε ὅλο τό τραπέζι…
Τόν Ζάχο Χατζηφωτίου τόν γνώρισα μέσῳ τοῦ Ἀλέκου Φιλιππόπουλου. Ἦταν ἡ ἐποχή πού στό «Ἔθνος» ἀρθρογραφοῦσαν ἡ Ἑλένη Χαλκούση καί ὁ Μηνᾶς Χρηστίδης.
«Ἄ, ἐσύ εἶσαι πού τά ἔβαλες μέ τόν Χρηστίδη; Καλά τοῦ τά ἔγραψες! Ἔχουμε τώρα καί τούς ἠθοποιούς νά μπαίνουν στά πόδια μας! Δέν μᾶς φτάνουν οἱ δημοσιογράφοι!» μοῦ εἶπε καί μέ μπέρδεψε.
Εἶχα τσακωθεῖ ἀπό τίς στῆλες τοῦ «Ἔθνους» μέ τόν τότε ἀρθρογράφο τῆς ἐφημερίδας καί ἠθοποιό Μηνᾶ Χρηστίδη. Ὑποστήριζα ὅτι οἱ δικαστές πρέπει νά ἔχουν καλές ἀπολαβές γιά μήν μπαίνουν σέ «πειρασμό», ἐκεῖνος ὅτι ἔπρεπε νά ἀντιμετωπίζοντα ὅπως ὅλοι οἱ δημόσιοι λειτουργοί.
«Κι ἐσεῖς ὡς τί μιλᾶτε;» ρώτησα. «Ὡς Χατζηφωτίου, ἀγαπητέ. Δέν σᾶς ἀρκεῖ;».
Ἔκτοτε, ἀνταμώσαμε ἀρκετές φορές, συνήθως σέ τραπέζια φίλων.
Βρεθήκαμε στόν «Ἀστέρα», καλεσμένοι καλῆς φίλης ἀπό τήν Ἀγγλία. Κάτι μοῦ πρότεινε ἡ οἰκοδέσποινα καί ἀρνήθηκα τήν πρόσκληση λέγοντας «θά πάρω τήν ἄδειά μου καί θά λείπω.»
Ἡ κυρία –προφανῶς γνωρίζουσα τό ἀποτέλεσμα– γυρίζει στόν Ζάχο. «Ἐσύ, Ζάχο μου, πότε θά πάρεις τήν ἄδειά σου;»
Τήν κοίταξε μέσα ἀπό τούς παχεῖς φακούς τοῦ ὀγκώδους σκελετοῦ τῶν γυαλιῶν του, στραβομουτσούνιασε ὅπως ἔκανε κάθε φορά, πρίν πεῖ τό δικό του καί ἀπάντησε, κάνοντας μιά κίνηση ὅπως ἡ «μαντάμ Σουσού».
«Μά, χρυσή μου, ἄδεια παίρνουν μόνο ἐκεῖνοι πού ἐργάζονται. Μέ ἔχεις δεῖ ἐμένα ποτέ νά ἐργάζομαι; Σέ παρακαλῶ!» τῆς λέει καί βάζει τά γέλια!
Σέ μιά σύσκεψη ὑπό τόν τότε δήμαρχο Δημήτρη Ἀβραμόπουλο, ἀνεφέρθη ἡ ὀνομασία «Νέα Λιόσια». Ὁ Ζάχος ἔκανε μιά κίνηση σάν νά ἔλεγε «ὦ, γιατί μοῦ τό θυμίσατε;», καί ἄρχισε νά μιλᾶ.
– Νέα Λιόσια! Τί μοῦ θυμίσατε, κύριοι! Ὁ μπαμπᾶς μου εἶχε μεγάλη, ὅπως γνωρίζετε, περιουσία. Σέ κάθε κυρία, λοιπόν, πού ὑπηρετοῦσε στό σπίτι μας, ὅταν ἔφευγε, ὁ μπαμπᾶς τῆς ἔκανε δῶρο ἕνα ἀπό τά οἰκόπεδά μας!
Μιά φορά, λοιπόν, βρέθηκα σέ μιά ἐκδήλωση στά Λιόσια. Καί ὅταν ἀκούστηκε ἀπό τά μεγάφωνα τό ὄνομά μου, σηκώθηκαν κάποιες γηραιές κυρίες καί μοῦ φιλοῦσαν τά χέρια! Ἦταν οἱ παλιές μας οἰκονόμοι, πού τούς εἶχε χαρίσει ὁ μπαμπᾶς τά οἰκόπεδα, τά εἶχαν δώσει ἀντιπαροχή καί εἶχαν ἀποκτήσει περιουσίες!»…
Βρῆκα εὐκαιρία καί τοῦ ἔρριξα τό καρφί. «Καλά, ἄν ἐκεῖνες ἦσαν “γηραιές”, ὅπως λές, πόσων ἐτῶν ἦταν; Διότι ἐσένα δέν σέ θυμᾶται κανείς νέο!»
Γύρισε, μέ κοίταξε μέ οἶκτο καί εἶπε: “Νέε μου, ἐσύ θά τολμοῦσες νά φορέσεις τό κοστούμι πού φορῶ ἐγώ χωρίς νά φορᾶς κάλτσες;»
Καί ἀνέβασε τό πόδι του στό τραπέζι τῶν συσκέψεων καί εἶδα, πράγματι, ὅτι φοροῦσε πανάκριβο κοστούμι, ὑποκάμισο καί γραβάτα σινιέ, παπούτσι ὄχι ἀπό τόν τόπο του, ἀλλά δίχως νά φορᾶ κάλτσες!
«Εἶναι νέα μόδα, τήν λανσάρω! Ὅπως λανσάρισε ὁ Τόνι Πινέλλι στήν “Ἀθηναία” τό “μπλάκ τάι” μέ ἀθλητικό παπούτσι!» μᾶς εἶπε καί συνέχισε νά σκουπίζει τά γυαλιά του…