Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 15 Σεπτεμβρίου 1918
Ὡμιλήσαμεν προχθές διά τήν ἀλκήν τῶν μυώνων τῆς κ. Καλλιόπης καί τό μένος τῆς ψυχῆς της, εἰς τήν περιγραφεῖσαν ἐκπόρθησιν τοῦ τράμ τῶν Ἀμπελοκήπων. Ἄς ὁμιλήσωμεν σήμερον διά τό ἄλλο ὅπλον τῆς γυναικός, τοῦ ὁποίου ὁ θρίαμβος ἐσημειώθη χθές τό ἀπόγευμα, εἰς τό τράμ τοῦ Ν. Φαλήρου αὐτήν τήν φοράν.
Δύο σερπετές καμαριέρες, ἐν τάξει καθ’ ὅλα, ἀπό κεφαλῆς μέχρι ποδῶν, μεταβαίνουσαι προφανῶς εἰς κανονικήν ἄδειαν, ἀφοῦ κατενίκησαν τήν ἀσήμαντον –ἀφοῦ ἦτο ἀνδρική– ἀντίστασιν τοῦ ἐχθροῦ ἐπί τοῦ ὀπισθίου ἐξώστου τοῦ τράμ, εἰσήλασαν, μέ τήν σαλπίζουσαν ὅλα τά θούρια νεότητά των, εἰς τό μοναδικόν βαγόνι, τό ἐκτελοῦν τήν γραμμήν Ν. Φαλήρου – Τζιτζιφιῶν. Ἡ πρώτη, ταχυτέρα, ἀφοῦ κατέλαβε τό πρῶτον σχολάζον κάθισμα καί ἐπέβαλε κατοχήν καί ἐπί τοῦ ἀντικρυνοῦ, ἐφώναξε τήν δευτέραν νά τό καταλάβῃ ἐγκαίρως:
– Δημητροῦλα ἔλα λοιπόν!
Μετ’ ὀλίγα λεπτά μία γερόντισσα τοῦ λαοῦ, μέ τόν σχετικόν μπόγον καί τόν σχετικόν ἀναστεναγμόν, ἐνεφανίσθη χειμαζομένη εἰς τήν εἴσοδον τοῦ διαδρόμου. Ἐπεσκόπησε τά πέριξ, ἀλλά μετά θλίψεως ἐβεβαιώθη ὅτι δέν ὑπῆρχε πλέον κάθισμα κενόν διά νά βαστάσῃ τά πολύπλαγκτα κόκκαλά της. Ἀλλά μία γυναίκα, ἔστω καί κατά πλάσμα πλέον τοιαύτη, δέν ἀπελπίζεται ποτέ. Ἐπλησίασε πρός τό μέρος τῆς καμαριέρας, τήν ὁποίαν εἶχεν ἀκούσει ἀποκαλουμένην Δημητροῦλαν, καί, θωπεύουσα αὐτήν μητρικώτατα εἰς τόν ὦμον, τῆς εἶπεν ἐγκαρδιώτατα.
– Μπᾶ! Τί κάνεις Δημητροῦλά μου; Καλά εἶσαι, παιδί μου; Χρόνια καί ζαμάνια εἶχα νά σέ ἰδῶ. Φτού σου, νά μήν ἀβασκαθῇς, πῶς ὠμόρφηνες.
Ἡ Δημητροῦλα ἐστράφη πρός τήν ἐγκάρδιον φωνήν, ἀλλά μή κατορθῶσα ν’ ἀναγνωρίσῃ τήν γερόντισσαν, ἀπήντησε μέ τό ἠλίθιον μειδίαμα τῆς ἀμηχανίας, ποῦ ἀνθεῖ εἰς παρομοίας περιστάσεις εἰς τά χείλη μας.
Ἡ γερόντισσα ἐπανέλαβε:
– Μπᾶ! Δέν μέ γνώρισες ἀκόμη Δημητροῦλά μου; Δέν μέ θυμᾶσαι;
Ἡ Δημητροῦλα συνεκέντρωσε τάς ἀναμνήσεις της, ἀνεσκόπησε τήν γερόντισαν, ἐσκέφθη, ἐξανασκέφθη, ἀλλά ματαίως.
– Δέν μπορῶ νά σέ φέρω στό νοῦ μου, κυροῦλα. Ποιά εἶσαι;
– Χριστός καί Παναγία! Ποιά εἶμαι; Ἐγώ νά στό πῶ, Δημητροῦλά μου; Παράξενο μοῦ φαίνεται. Ἀλήθεια, δέν μέ θυμᾶσαι, παιδί μου, ἤ καμώνεσαι, νά ποῦμε;
Ὑπό τό κράτος τῆς αὐξούσης ἀμηχανίας ἡ Δημητροῦλα, θέλουσα νά δώσῃ μίαν ὁποιανδήποτε διέξοδον εἰς τήν ταραχήν της, εὑρῆκε τήν διέξοδον τῆς καλωσύνης. Ἐσηκώθη καί προσέφερε τήν θέσιν της εἰς τήν γερόντισσαν.
– Εὐχαριστῶ, παιδάκι μου, εὐχαριστῶ. Καί ἐστρογγυλοκάθησεν. Ἀλλά τό μυστήριον ἐξηκολούθει νά μένῃ μυστήριον. Καθ’ ὅλην τήν διαδρομήν, μέχρι τῶν Τζιτζιφιῶν, ὁ διάλογος ἐξηκολούθησε, μέ σχετικάς βαριασιόν, ἀλλ’ ἐπί τοῦ αὐτοῦ τόνου.
– Δέν μέ θυμᾶσαι τό λοιπόν;
– Ποιά εἶσαι, καλέ;
– Δέν μέ βάζει ὁ νοῦς σου ὁλότελα;
– Μμ… Τί νά σοῦ πῶ κ’ ἐγώ;
Ὅταν τό τράμ ἐσταμάτησεν ἐπί τέλους εἰς τήν Διασταύρωσιν, ἡ γερόντισσα ἐσηκώθη μέ τήν σειράν της, ἐχαιρέτισεν, ἐπροχώρησε, κατέβη καί ἐτράβηξε τόν δρόμον της, ὑπό τό ἴδιον αὐστηρόν ἰνγκόγνιτο. ᾙ δύο καμαριέρες ἐκυττάχθησαν διαποροῦσαι.
– Καλέ, ποιά ἤτανε τοῦ λόγου της;
Ἀνάθεμά με κι’ ἄν τήν γνωρίζω…
– Καί σέ εἶπε καί Δημητροῦλα. Δέν γίνεται. Θά σέ γνωρίζῃ…
Τήν ἀπορίαν τήν ἔλυσεν ἐπί τέλους ὁ τραμβαγέρης:
– Περαστικά σου, κορίτσι μου. Δέν εἶσαι ἡ πρώτη, ποῦ τήν ἔπαθες. Τήν ἔχουν πάθη κι’ ἄλλες σάν κ’ ἐσένα. Ἀπό τέτοια, ἄλλο τίποτε…
Ὑποθέτω ὅτι δέν χρειάζονται περισσότεραι ἐξηγήσεις. Ἡ κ. Καλλιόπη εἶχε τούς μυῶνάς της καί τήν φωνήν της. Ἡ Δημητροῦλα τά εἴκοσί της χρόνια. Ἡ γερόντισσα, ποῦ δέν εἶχε πλέον κανένα ἄλλο ὅπλον εἰς τήν ὁπλοθήκην της, μετεχειρίσθη τό ὅπλον ὅλων τῶν ἀδυνάτων –τήν πονηρίαν. Ποῖος θά τήν μεμφθῇ; Καθένας πολεμᾷ μέ τά ὅπλα ποῦ ἔχει. Ἄλλος μέ Μάουζερ καί ἄλλος μέ καραμπίναν τοῦ Μινιέ.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ