Ὅταν οἱ ἔρευνες τοῦ ΣΕΒ συμφωνοῦν μέ τίς ἔρευνες τῆς ΓΣΕΕ – Τί ἀποκαλύπτει μελέτη γιά τό κόστος ζωῆς στήν Ἑλλάδα
«ΒΟΜΒΑ» στά θεμέλια τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας ἀποτελεῖ πλέον ἡ ραγδαία αὔξησις τοῦ κόστους ζωῆς, μέ ἐπίκεντρο τόν ἐνεργειακό τομέα καί τήν προμήθεια τῶν βασικῶν, καθημερινῶν εἰδῶν. Ἡ ἀγοραστική ἰσχύς μειώνεται –ὄχι μέ τήν ἴδια ἔνταση σέ ὅλα τά βαλλάντια πάντως. Ἄνευ ὑπερβολῆς, ἔτσι, ἡ τρέχουσα οἰκονομική κρίσις «εὐθύνεται» γιά τήν διεύρυνση τῶν ἀνισοτήτων καί δή εἰς βάρος τῶν μεσαίων στρωμάτων. Ἡ κατάστασις αὐτή πού ἀφορᾶ ἄμεσα τήν πλειονότητα τῶν Ἑλλήνων ἔχει ὅμως καί μία δεύτερη –ἔμμεση αὐτή– συνέπεια. Τήν ὑπονόμευση τῆς πολιτικῆς σταθερότητος, τῶν αὐτοδυναμιῶν, καί, ὡς ἐκ τούτου, τῆς ὁμαλότητος τοῦ τόπου, θέματα πού ἀφοροῦν, βεβαίως, κάθε Ἕλληνα πολίτη.
Μόλις στό χθεσινό φύλλο της ἡ «Ἑστία» ἐδημοσίευε τίς διαπιστώσεις τοῦ Ἱδρύματος Οἰκονομικῶν καί Βιομηχανικῶν Ἐρευνῶν, συμφώνως μέ τίς ὁποῖες μεγάλη ἐπιδείνωση ἐνεφάνισε ὁ δείκτης οἰκονομικοῦ κλίματος στήν χώρα μας τόν Ὀκτώβριο. Διεμορφώθη, ἔτσι, στίς 98,3 μονάδες ἐν συγκρίσει πρός τίς 104,9 τόν Σεπτέμβριο. Πρόκειται γιά τήν χαμηλότερη ἐπίδοση τῶν τελευταίων 20 μηνῶν, εἶναι ἀποτέλεσμα δέ, τῆς ὑποχωρήσεως τῆς καταναλωτικῆς ἐμπιστοσύνης καί τῆς ἐπιδεινώσεως τῶν προσδοκιῶν. Ὑψηλός πληθωρισμός καί ἀπαισιοδοξία ἕνεκα τοῦ ἐνεργειακοῦ ζητήματος εἶναι οἱ δύο βασικές αἰτίες τοῦ φαινομένου, συμφώνως μέ τόν ΙΟΒΕ.
Συμφώνως μέ μελέτη τοῦ Ἰνστιτούτου Ἐργασίας τῆς ΓΣΕΕ πού εἶδε ἐχθές τό φῶς τῆς δημοσιότητος, στόν ἐνεργειακό τομέα «μέ κριτήριο τό ποσοστό πού ἀντιπροσώπευαν οἱ δαπάνες γιά ἠλεκτρικό καί γιά φυσικό ἀέριο στό διαθέσιμο εἰσόδημα τῶν νοικοκυριῶν τό α΄ ἑξάμηνο φέτος, ἡ Ἑλλάδα ἔχει τή δεύτερη χειρότερη ἐπίδοση στούς 27 τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης. Ἡ ἐπιβάρυνση τῶν νοικοκυριῶν ξεπερνοῦσε τό 6% τοῦ διαθέσιμου μηνιαίου εἰσοδήματος, σέ μονάδες ἀγοραστικῆς δύναμης.»
Στό ἕτερο μεγάλο θέμα, τίς τιμές στά εἴδη διατροφῆς καί τά μή ἀλκοολοῦχα ποτά, ὁ πληθωρισμός στά προϊόντα αὐτά τόν Σεπτέμβριο, «στήν Ἑλλάδα ἦταν 12,8%, λίγο κάτω ἀπό τόν ἀντίστοιχο τῆς Εὐρωζώνης (13,8%), πού τήν κατατάσσει στή 19η θέση στόν πληθωρισμό στά εἴδη διατροφῆς.» Κάπου ἐδῶ, ὅμως, τελειώνουν καί οἱ καλές εἰδήσεις, καθώς σειρά παραγόντων δυσχεραίνουν τήν θέση τῶν Ἑλλήνων, ὅπως: «α) ὅτι τό παραγωγικό σύστημα τῆς χώρας μας εἶναι ἐξαρτημένο σέ πολύ μεγάλο βαθμό ἀπό τίς εἰσαγωγές ἐνδιάμεσων καί τελικῶν ἀγαθῶν, καί συνεπῶς εἶναι εὐάλωτο στόν εἰσαγόμενο πληθωρισμό, β) τίς κερδοσκοπικές ἐπιχειρηματικές συμπεριφορές καί γ) τίς ἀδυναμίες τῶν δημόσιων μηχανισμῶν ἐλέγχου τῶν τιμῶν καί τῶν περιθωρίων κέρδους».
Μετά τήν περιγραφή τῆς καταστάσεως, ἕπεται ἡ ἀνάλυσις. Τούτων δοθέντων, ὁ κατώτατος μισθός ἔχει χάσει περί τό 19% τῆς ἀγοραστικῆς δυνάμεώς του ἀπό τόν Ἀπρίλιο μέχρι σήμερα. Μέσα στό 2022, οἱ ἀπώλειες ἀγοραστικῆς δυνάμεως φθάνουν στό 40% γιά τά νοικοκυριά μέ μηνιαῖο εἰσόδημα ἕως 750 εὐρώ, στό 9-14% γιά τά νοικοκυριά μέ εἰσόδημα 751-1.100 εὐρώ, στά ἕτερα εἰσοδηματικά κλιμάκια εἶναι μικρότερες ἀπό 11% καί μειώνονται ὅσο αὐξάνεται τό εἰσόδημα.
Ἀλλά καί ὁ μέσος μισθός, κατά τήν ἔρευνα, «μειώνεται τόσο σέ ὀνομαστικούς ὅσο καί σέ πραγματικούς ὅρους. Τό α΄ τρίμηνο τοῦ 2022, ὁ ὀνομαστικός μέσος μισθός μειώθηκε κατά περίπου 4,5%, ἐνῶ ἡ μείωση τοῦ πραγματικοῦ μέσου μισθοῦ ἄγγιξε τό 12%.»
Ὅπως διαπιστώνεται τό φτωχότερο 40% τοῦ πληθυσμοῦ κατέχει ὅλο καί μικρότερο μέρος τοῦ συνολικοῦ πλούτου. Τό μερίδιό του μειώθηκε σέ 4,5% τό 2019 ἀπό 6,5% πού ἦταν πρίν δέκα χρόνια, τό 2009 –στήν κρίση μειώθηκε. Ἀντιθέτως, τό ἀντίστοιχο μερίδιο τοῦ πλουσιότερου 10% τοῦ πληθυσμοῦ ἐμφανίζεται σταθερά ὑψηλότερο ἀπό τήν πρό οἰκονομικῆς κρίσης περίοδο: Τό 2019 εἶχε ἀνέλθει στό 41,3% ἔναντι 38,8% πού ἦταν τό 2009 –στήν κρίση αὐξήθηκε.
Ὅπως διαβάζουμε σέ ἄλλο σημεῖο τῆς ἐρεύνης τῆς ΓΣΕΕ, «καταγράφεται αὐξανόμενη ἀπόκλιση τῆς ἐπίδρασης τῆς ἀκρίβειας μεταξύ πλούσιων καί φτωχῶν νοικοκυριῶν, ἡ ὁποία τόν Σεπτέμβριο τοῦ 2022 ἀνῆλθε στίς 4,4 ποσοστιαῖες μονάδες ‒3,8 μονάδες ὑψηλότερα ἀπό τόν Σεπτέμβριο τοῦ 2021. Ἡ ἐξέλιξη αὐτή ὑποδηλώνει μιά ταχύτερη διάβρωση τοῦ πραγματικοῦ εἰσοδήματος καί τῆς ἀγοραστικῆς δύναμης τῶν φτωχότερων νοικοκυριῶν στή χώρα μας» συμφώνως μέ τούς συντάκτες της.
Συμπερασματικῶς, «ἀπαιτεῖται ἄμεση ἀντιστροφή τῆς διάβρωσης τοῦ πραγματικοῦ διαθέσιμου εἰσοδήματος τῶν ἐργαζομένων καί τῶν οἰκογενειῶν τους καί τῆς ὄξυνσης τῆς ἀνισότητας. Μειωμένη ἀγοραστική δύναμη γιά τούς ἐργαζομένους, τούς ἀνέργους καί τούς συνταξιούχους, ἀλλά καί γιά τά μέσαῖα κοινωνικά στρώματα σημαίνει μειωμένη ζήτηση, ἡ ὁποία θέτει σέ πίεση τίς ἐπιχειρήσεις, μέ ἀρνητικές ἐπιπτώσεις στήν οἰκονομική μεγέθυνση καί τή διατηρησιμότητά της» ὑπογραμμίζει τό Ἰνστιτοῦτο Ἐργασίας τῆς ΓΣΕΕ.
Μέ πρόδηλες ἐπιπτώσεις στήν κοινωνική συνοχή καί τήν σταθερότητα τοῦ πολιτικοῦ συστήματος, θά ἠδύνατο νά προσθέσει κάποιος.
Νῖκος Παπαδημητρίου