Μέ ὅσα τραγελαφικά συμβαίνουν στήν χώρα μας καί πιθανόν νά συμβοῦν, ἀπορεῖ κανείς πῶς δέν μᾶς εἶχαν πάρει χαμπάρι οἱ Μόντυ Πάυθον νά μᾶς κάνουν ταινία.
Ἀπεβίωσε ὁ τελευταῖος βασιλεύς ὁ ὁποῖος ἀποκαλεῖται «τέως», κάτι πού δέν ἰσχύει ἐννοιολογικῶς, «Γκλύξμπουργκ», πού δέν εἶναι τό ἐπώνυμό του, πού ὅρκισε κυβέρνηση συνταγματαρχῶν οἱ ὁποῖοι κατέλυσαν τήν δημοκρατία, πού προσπάθησε νά τούς ἀνατρέψει μέ κίνημα-ὀπερέτα, πού ὑποχρεώθηκε νά αὐτοεξορισθεῖ καί τελικά ἔχασε τόν θρόνο ἀπό τόν πρωθυπουργό τόν ὁποῖο «ἔχρισε» ὁ πατέρας του καί τόν ὁποῖο ἀργότερα «ὅρκισε» ἕνας Πρόεδρος, τόν ὁποῖο εἶχαν διορίσει ἐκεῖνοι πού κατέλυσαν τήν δημοκρατία!
Δέν θυμίζει κάτι ἀπό «Μπανάνες» τοῦ Γούντυ Ἄλλεν αὐτή ἡ ἱστορία;
Ἔπειτα προκηρύσσεται δημοψήφισμα, ἀλλά στήν μία ἐκ τῶν δύο πλευρῶν δέν ἐπιτρέπεται νά ἔλθει στήν χώρα καί νά διεξαγάγει τόν προεκλογικό της ἀγῶνα. Μπορεῖ μόνο νά ἀπευθύνει ἕνα τηλεοπτικό διάγγελμα! Ἐδῶ ἔχουμε «Μπανάνες» ἀλλά καί ὀλίγον ἀπό Μόντυ Πάυθον καί Μπλάκ Ἄντερ! Καί ἀφοῦ ὁ μέχρι τότε ἀνώτατος ἄρχων χάνει τόν θρόνο καί ἀποδέχεται –πολιτισμένα– τό ἀποτέλεσμα τοῦ δημοψηφίσματος, κάποια στιγμή ἐπιστρέφει –ὡς ἰδιώτης– στήν χώρα καί μέ ἕνα γιώτ ἐπιχειρεῖ νά κάνει διακοπές. Καί τόν καταδιώκουν μέχρι καί πολεμικά ἀεροσκάφη!
Δέν εἴμεθα ὑπέρ τοῦ θεσμοῦ, δέν τίθεται ἐπ’ οὐδενί ἐν ἀμφιβόλῳ ἡ λαϊκή ἐτυμηγορία, τό «Πολιτειακό» ἔχει κριθεῖ ὁριστικῶς. Ἀλλά αὐτό δέν μᾶς στερεῖ τήν δυνατότητα νά παρατηροῦμε ἐξ ἀποστάσεως καί νά πιστεύουμε ὅτι ὅλα θά ἔπρεπε καί θά μποροῦσαν νά εἶναι διαφορετικά, ἄν δέν ἤμασταν ὁ λαός τόν ὁποῖον τόσο εὔστοχα περιέγραψε ὁ Σουρῆς στό ποίημά του «Ὁ Ρωμηός»:
«Στόν καφενέ ἀπ’ ἔξω σάν μπέης ξαπλωμένος, τοῦ ἥλιου τίς ἀκτῖνες ἀχόρταγα ρουφῶ/ καί στῶν ἐφημερίδων τά νέα βυθισμένος, κανένα δέν κοιτάζω, κανένα δέν ψηφῶ./ Σέ μιά καρέκλα τό ’να ποδάρι μου τεντώνω, τό ἄλλο σέ μιάν ἄλλη, κι ὀλίγο παρεκεῖ/ἀφήνω τό καπέλο καί ἀρχινῶ μέ τόνο, τούς ὑπουργούς νά βρίζω καί τήν πολιτική./ Ψυχή μου! τί λιακάδα, τί οὐρανός, τί φύσις! Ἀχνίζει ἐμπροστά μου ὁ καϊμακλῆς καφές/ κι’ ἐγώ κατεμπνευσμένος γιά ὅλα φέρνω κρίσεις καί μόνος μου τίς βρίσκω μεγάλες καί σοφές./ Βρίζω Ἐγγλέζους, Ρώσους καί ὅποιους ἄλλους θέλω καί στρίβω τό μουστάκι μ’ ἀγέρωχο πολύ/ καί μέσα στό θυμό μου κατά διαβόλου στέλλω τόν ἴδιον ἑαυτό μου καί γίνομαι σκυλί./ Φέρνω τό νοῦ στό Διᾶκο καί εἰς τόν Καραΐσκο, κατενθουσιασμένος τά γένια μου μαδῶ,/ τόν Ἕλληνα εἰς ὅλα ἀνώτερο τόν βρίσκω κι’ ἀπάνω στήν καρέκλα χαρούμενος πηδῶ./Τή φίλη μας Εὐρώπη μέ πέντε φασκελώνω, ἀπάνω στό τραπέζι τόν γρόθο μου κτυπῶ…/ Ἐχύθη ὁ καφές μου, τά ροῦχα μου λερώνω κι’ ὅσες βλασφημίες ξέρω, ἀρχίζω νά τίς πῶ./ Στόν καφετζῆ ξεσπάω… φωτιά κι ἐκεῖνος παίρνει, ἀμέσως ἄνω-κάτω τοῦ κάνω τόν μπουφέ,/ τόν βρίζω καί μέ βρίζει, τόν δέρνω καί μέ δέρνει καί τέλος… δέν πληρώνω δεκάρα στόν καφέ!»…