Ὁ Νῖκος Ξανθόπουλος ὑπῆρξε στάρ, ὑπῆρξε φαινόμενο, ὑπῆρξε εἴδωλο λαϊκό. Καί ὅλα αὐτά, χωρίς νά ἱππεύσει τό καλάμι, χωρίς νά δώσει δικαιώματα, χωρίς νά ἀπασχολήσει τόν Τύπο μέ τήν προσωπική του ζωή.
Ἦταν ἀπό ἐκείνους τούς ἐργάτες τοῦ σινεμά, θά ἔλεγε κανείς, στόν ἀντίποδα τοῦ Θανάση Βέγγου.
Ὁ Θανάσης καθιέρωσε τίς ταινίες γέλιου (ἄν καί στά στερνά του ἀπέδειξε ὅτι ἦταν ἱκανότατος καί στό δρᾶμα), ἐνῶ ὁ Ξανθόπουλος, στόν ὁποῖο ἀπεδόθη –δικαίως– ὁ τίτλος «Παιδί τοῦ λαοῦ», πρωταγωνίστησε σέ μία μεγάλη σειρά ταινιῶν, οἱ ὁποῖες σήμερα χαρακτηρίζονται κάλτ καί ἀντιπροσωπευτικές τοῦ ἑλληνικοῦ μελό.
Ἡ δική μας φουρνιά, πού μεγαλώσαμε ὡς ὀργισμένοι νέοι στήν Κοκκινιά, σνομπάραμε τίς ταινίες τοῦ Ξανθόπουλου. Προτιμούσαμε τόν ξένο κινηματογράφο καί τήν ρόκ μουσική. Τόν ἀνακαλύψαμε, ὅμως, ὅταν μπήκαμε γιά τά καλά στόν χῶρο τῆς ἐργασίας καί ἀκόμη περισσότερο ὅταν γίναμε γονεῖς. Καί εἴδαμε ὅλες τίς ταινίες του μέ προσοχή καί κατάνυξη.
Στήν Κοκκινιά εἴχαμε ὀχτώ σινεμάδες σέ ἕναν δρόμο, τήν Γεωργίου Κονδύλη. Οὐρές στά πεζοδρόμια τῶν κινηματογράφων ἔκανε μόνον ὁ Ξανθόπουλος καί καμμιά φορά ὁ Ἔλβις. Ἄντε καί οἱ ὑπερπαραγωγές τοῦ Σεσίλ ντέ Μίλ καί ἀργότερα ὁ Ἐλ Σίντ καί ὁ Λῶρενς τῆς Ἀραβίας! Κάποια στιγμή ἐμφανίστηκε καί ἡ Χούλια Κότσιγιτ, ἡ «Ἀλίκη τῆς Τουρκίας» καί γέμιζε ἐπίσης τούς σινεμάδες τῆς Κονδύλη, καθώς ἡ μισή καί βάλε Κοκκινιά καταλάβαινε τούρκικα, λόγῳ Μικρασίας ἤ Πόντου. Ἀλλά «τό παιδί τοῦ λαοῦ» ἦταν πρωταθλητής! «Πολλές φορές ἔπαιρνα τό λεωφορεῖο –αὐτοκίνητο δέν εἶχα ἀκόμη– καί πήγαινα στό Μαρούσι, κι ἀπό τή στάση, μέ ψιλόβροχο, περπατοῦσα μέχρι τό στούντιο γιά νά μήν ξεχνιέμαι, νά εἶμαι κοντά στόν κόσμο, μέσα στόν κόσμο, νά βλέπω τί τραβάει, πῶς περνάει. Ἔλεγα στόν ἑαυτό μου, “περπάτα κερατᾶ, γιά νά μήν παίρνουν τά μυαλά σου ἀέρα καί νά θυμᾶσαι πάντα ὅτι ἀξιώθηκες, ἐσύ, ὁ γυιός τοῦ κυρ Παναγιώτη τοῦ τσαγκάρη, νά δεῖς ἀγάπες καί χαρές πού δέν τίς ἔβαζε ὁ νοῦς σου, καί πού δέν ξέρουμε σέ τελευταία ἀνάλυση ἄν τίς ἄξιζες κιόλας»…
Λόγια δικά του, στήν «Αὐτοβιογραφία» του. Ἄς τά βλέπουν κάποιοι σημερινοί «ἀστέρες» πού αἴφνης νομίζουν ὅτι ἐπειδή παίζουν στό γυαλί ἔχουν πιάσει ταβάνι καί κοιτάζουν τόν κόσμο ἀφ’ ὑψηλοῦ! Ἔγραψε ὁ κριτικός κινηματογράφου Ἄκης Καπρᾶνος: «Μόνο περιφρόνηση σέ ὅσους χλευάζουν τό ἑλληνικό μελόδραμα.
Ἑκατομμύρια θεατές εἶχαν τήν ἀνάγκη νά κλάψουν μέ ἐκεῖνο τό λυτρωτικό δάκρυ τοῦ “μελό” καί ὁ Ἀπόστολος Τεγόπουλος χάρισε στό κοινό τῆς ΚΛΑΚ Φίλμ ἀκριβῶς αὐτό, σχεδόν πάντα μέ ἀρωγό του τόν Νῖκο Ξανθόπουλο. Οἱ ταινίες αὐτές, πού ἔκοψαν ἀδιανόητα εἰσιτήρια, ἦταν γεμᾶτες ἀπό κλισέ καί λαϊκές διδαχές, πιθανότατα ἀφελέστατες. Καί γι’ αὐτό λειτουργοῦσαν σάν ζεστή, παρηγορητική ἀγκαλιά γιά ἕναν κόσμο πού παρακολουθοῦσε ἔντρομος τήν κοινωνία νά ἀλλάζει μέ ρυθμούς πού δέν μποροῦσε νά διαχειριστεῖ (ἤ πού, πολύ ἁπλά, δέν εἶχε στόν ἥλιο μοῖρα) –καί εἶχε ἀνάγκη ἀπό κάπου νά πιαστεῖ.
Μόνο ὅποιος δέν ἔχει νοιώσει ποτέ τόσο ἀδύναμος, μπορεῖ νά χασκογελᾶ βλέποντας τήν κλαίουσα ἡρωίδα νά περνᾶ τό δρόμο, γνωρίζοντας (ὅπως ὅλοι) πώς ἕνα αὐτοκίνητο θά τήν χτυπήσει ἐκτός κάδρου».