Σάν χθές, 2 Φεβρουαρίου, τό 1950, ἔφυγε ἀπό τήν ζωή ὁ μέγας μαθηματικός Κωνσταντῖνος Καραθεοδωρῆ, στό ἔργο τοῦ ὁποίου στηρίχθηκε μέρος τῆς περίφημης «Θεωρίας τῆς σχετικότητος», ὅπως ἔχει ἀναφέρει ὁ ἴδιος ὁ Ἀλβέρτος Ἀϊνστάιν.
Γεννήθηκε στίς 13 Σεπτεμβρίου 1873, στό Βερολῖνο, ὅπου ὁ πατέρας του Στέφανος ὑπηρετοῦσε ὡς πρεσβευτής τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ μητέρα του Δέσποινα Πετροκόκκινου καταγόταν ἀπό ἀρχοντική ὁικογένεια τῆς Χίου.
Τό μαθηματικό ἔργο του (βιβλία, ἄρθρα, κ.λπ.) συνέλεξε ἐπιμελῶς ὁ γυιός του, Στέφανος, καί ἐξεδόθη στά γερμανικά τό 1957. Ἡ κόρη του, Δέσποινα Καραθεοδωρῆ-Ροδοπούλου, ἐπιμελήθηκε τήν ἔκδοση τῆς βιογραφίας του στά ἑλληνικά. Γεννήθηκε τό 1909 καί μεγάλωσε στήν Γερμανία. Παντρεύτηκε τόν πολιτικό, πρόεδρο τῆς Βουλῆς καί ὑπουργό, Κωνσταντῖνο Ροδόπουλο, μέ τόν ὁποῖο ἀπέκτησε τόν Στέφανο. Τό 1950 μέ τήν ἐπιστροφή της ἀπό τήν Γερμανία ἔζησε σέ ἕνα κτῆμα στήν Παραλία Σκοτίνας στήν Πιερία, συγγράφοντας βιβλία μέ θέμα τόν διάσημο πατέρα της, ὅπως «Κωνσταντῖνος Καραθεοδωρῆς ὁ σοφός Ἕλλην τοῦ Μονάχου» (μαζί μέ τήν Δέσποινα Βλαχοστεργίου-Βασβατέκη). Ἀπεβίωσε τόν Νοέμβριο τοῦ 2009. Μέ τόν θάνατό της ἐξέλιπε καί τό ὄνομα τῆς οἰκογένειας.
Ἡ Δέσποινα Ροδοπούλου-Καραθεοδωρῆ σημειώνει: «Ἔζησα μικρή, στήν πόλη Γκέτιγκεν, στή Γερμανία. Μιά μέρα, ἡ μητέρα, εἶπε σ’ ἐμένα καί στόν ἀδερφό μου, τό Στέφανο, ὅτι θά πᾶμε ἕνα μακρινό ταξίδι σέ μιά ὡραία πόλη πού τήν ἔλεγαν Σμύρνη. (σ.σ. μετά ἀπό πρόσκληση τοῦ Ἐλευθερίου Βενιζέλου, ὁ πατέρας της, καθηγητής μαθηματικῆς ἐπιστήμης Κωνσταντῖνος Καραθεοδωρῆ, ἀνέλαβε νά ὀργανώσει τό Ἰωνικό Πανεπιστήμιο.) Ἐγκατασταθήκαμε σέ ἕνα σπίτι στή συνοικία Μπουζᾶ. Γιά νά τελειοποιήσω τά ἑλληνικά μου, ὁ πατέρας μέ ἔγραψε σ’ ἕνα ἑλληνικό δημοτικό σχολεῖο. Ὁ δάσκαλος τοῦ εἶπε: “Δέ μπορῶ νά βάλω τήν κόρη ἑνός Καραθεοδωρῆ στήν Α΄ τάξη. Θά τή βάλω στή Β΄”. Ἔτσι λοιπόν, πήδηξα, ἐλέῳ Καραθεοδωρῆ, μιά τάξη. Ἐντύπωση μοῦ ἔκανε ὁ σεβασμός καί ἡ ἀγάπη πού ἔδειχνε ὁ κόσμος στή μητέρα καί στόν πατέρα μου. Μιά μέρα, μᾶς εἶπε θορυβημένος ὅτι θά πηγαίναμε στή Σάμο γιά… ἐκδρομή καί ὅτι θά μέναμε σ’ ἕνα σπίτι πού εἶχε νοικιάσει. Ἔτσι κι ἔγινε. Μετά ἀπό τρεῖς μέρες ἔπεσε στά χέρια τῶν Τούρκων ἡ Σμύρνη. Ὁ πατέρας μου ἔφυγε ἀπό τούς τελευταίους. Ἀγαποῦσε τήν πατρίδα. Στό σπίτι μιλούσαμε μόνο ἑλληνικά.
Αἰσθανόταν περήφανος πού ἦταν Ἕλληνας. Μιά καλοκαιρινή μέρα τοῦ 1932, καθόμασταν στή βεράντα τοῦ σπιτιοῦ μας, στό Μόναχο, ὅταν ἦρθε μιά ἐπιστολή ἀπό τό Ὑπουργεῖο Παιδείας τῆς Ἑλλάδας. Ἡ ἐπιστολή αὐτή, πού τήν ὑπέγραφε ἕνας διοικητικός ὑπάλληλος, πληροφοροῦσε τόν πατέρα μου ὅτι παύεται ἀπό τή θέση τοῦ ἐπιτρόπου τῶν Πανεπιστημίων Ἀθηνῶν καί Θεσσαλονίκης.
Θυμᾶμαι ὅτι ὁ διορισμός του στή θέση αὐτή εἶχε τήν ὑπογραφή τοῦ Ἐλευθερίου Βενιζέλου. Ἡ ἀπόλυσή του ἀπό τήν κυβέρνηση τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαναστασίου εἶχε τήν ὑπογραφή ἑνός γραμματέως γ΄. Ὁ πατέρας στεναχωρήθηκε πολύ γιατί ἀφιλοκερδῶς βοηθοῦσε πάντα τό ἑλληνικό κράτος. Τρεῖς φορές τοῦ ἔγινε πρόταση ἀπό πρωτοκλασᾶτα Πανεπιστήμια τῶν Η.Π.Α γιά νά διδάξει σέ αὐτά.
Θυμᾶμαι ὅτι ἔλεγε στή μητέρα: “Δέν θέλω τά παιδιά νά πάρουν ἀμερικανική ἀγωγή.”» Ἔτσι, γιά νά μαθαίνουμε πῶς φέρεται ἡ Ἑλλάς στά ἐπιφανῆ της τέκνα!