Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 7 Φεβρουαρίου 1923
Τό εἶπαμεν καί ἄλλοτε. Ὅλαι αἱ παροιμίαι πρέπει νά ἀναθεωρηθοῦν. Δέν ἀπέμεινε παροιμία, ἔστω καί ἄν ἔζησεν ἐπί αἰῶνας πρός δόξαν τῆς λαϊκῆς σοφίας, ποῦ νά στέκεται πλέον εἰς τά πόδια της. Καί, ἄν στέκεται ἀκόμη, εἶνε διά νά ἐκθέτῃ τήν ὑπόληψιν τῆς ἐνδόξου αὐτῆς σοφίας. Ἰδού, λ.χ. ἡ παροιμία ἡ σχετική πρός τάς Ἁγίας ταύτας Ἡμέρας: «Νηστεύει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ –ἔλεγαν οἱ πατέρες μας– γιατί δέν ἔχει νά φάῃ». Οἱ πατέρες μας εἰρωνεύοντο, ἁπλούστατα, τούς πτωχούς συγχρόνους των, τῶν ὁποίων ἡ θρησκευτικότης ἦτο κάπως ὕποπτος. Τί συνέβαινε δηλαδή; Ἐπειδή οἱ ἄνθρωποι δέν εἶχαν τά μέσα νά γευθοῦν τά ἀρνάκια τοῦ γάλακτος, κοτόπουλα καί γαλοποῦλες, κατά τάς νηστισίμους ἡμέρας, ἐχόρταιναν τήν πεῖναν των οἱ δυστυχεῖς μέ μαῦρο χαβιάρι.
Λάβετε λοιπόν τήν σοφήν παροιμίαν ἀνά χεῖρας –κάθε παροιμία ἀποτελεῖ, κατά τήν παλαιάν ἀντίληψιν, ἐκχύλισμα σοφίας– καί κάμετε ἕνα γύρον ἀνά τήν πόλιν, διά νά βαθμολογήσετε τήν χριστιανικότητα τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ. Τό συμπέρασμα θά εἶνε ὅτι αἱ Ἀθῆναι ἐγέμισαν ἀπό Χριστιανούς καί, ταυτοχρόνως ἀπό ἀξιοθρηνήτους πτωχούς. Δέν ὑπάρχει ἕνας ἄνθρωπος σήμερον, ποῦ νά μή νηστεύσῃ. Εἰς τά ἐξοχικά κέντρα χθές ὅλα τά τραπέζια εἶχαν καλυφθῇ ἀπό μαῦρο χαβιάρι, αὐγοτάραχον, ἀστακούς, ὀστρακόδερμα, μαλάκια, ὅλα τά εὐτελῆ δηλαδή καί πρόστυχα εἴδη, τά ὁποῖα ἐθέσπισαν αἱ Οἰκουμενικαί Συνοδοί διά τήν σωτηρίαν τῆς ψύχης καί τοῦ βαλαντίου τῶν πτωχῶν Χριστιανῶν. Ὅλοι λοιπόν οἱ χθεσινοί εὐλαβεῖς δοῦλοι τοῦ Θεοῦ ἐνήστευαν, διότι «δέν εἶχαν νά φάγουν»; Καί ὅμως αὐτό μᾶς βεβαιοῖ ἡ παροιμία!
Προτείνω, λοιπόν, ἐπειδή ὁ λαός δέν ἔχει πλέον καιρόν νά κατασκευάζῃ νέας παροιμίας ἤ νά ἀναθεωρῇ τάς παλαιάς –ἡ σοφία του ἔλαβεν ἄλλας ὑψηλοτέρας καί πρακτικωτέρας κατευθύνσεις, ἀσχέτους πρός τήν φιλολογίαν– νά συνέλθῃ συντόμως ἕνα συνέδριον σοφῶν, τό ὁποῖον νά ἀναλάβῃ τήν ἀναθεώρησιν ὅλων τῶν παλαιῶν παροιμιῶν καί τόν συγχρονισμόν των πρός τό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς καί τήν πραγματικότητα τῆς τελευταίας στιγμῆς. Κυρίως ὅμως προτείνω κάτι ἄλλο: Νά συνέλθῃ τό ταχύτερον μία Οἰκουμενική Σύνοδος, ἡ ὁποία νά μεταρρυθμίσῃ τόν καταστατικόν χάρτην τῶν Νηστειῶν. Ἀλλά ἡ νέα Οἰκουμενική Σύνοδος νά μή συνέλθῃ τήν φοράν αὐτήν, ἐν Νικαίᾳ, Χαλκηδόνι, Ἐφέσῳ, Κωνσταντινουπόλει, εἰς ροῦς μακαρίους δηλαδή τόπους, ὅπου οἱ Ἅγιοι Πατέρες, οἱ συγκροτήσαντες τάς παλαιάς, δέν εἶχον παρά ν’ ἁπλώσουν τήν ἱεράν των παλάμην καί νά δρέψουν ὅλους τούς πλουσίους καρπούς τῶν θαλασσῶν, χωρίς νά ὑπολογίσουν, ὅτι ὑπῆρχον καί ὀρεσίβιοι Χριστιανοί, διά τούς ὁποίους οἱ ἀστακοί, τά στρείδια, ᾑ καβουρομάννες καί τό μαῦρο χαβιάρι τοῦ Χριστιανικοῦ ὀψολογίου ἦσαν εἰσιτήρια ἀνέφικτα διά τήν εἴσοδόν των εἰς τόν Παράδεισον. Ἡ νέα Οἰκουμενική Σύνοδος νά συνέλθῃ ἐξάπαντος εἰς τάς Ἀθήνας καί, εἰ δυνατόν, ἐντός τοῦ περιβόλου τῆς Κεντρικῆς Ἀγορᾶς, ἤ εἰς κανένα ἀπό τά μεγάλα ἐδωδιμοπωλεῖα τῆς ὁδοῦ Σταδίου ἤ τῆς ὁδοῦ Αἰόλου. Καί τότε νά σκεφθῇ καί νά ἀποφασίσῃ.
Δέν γνωρίζω κατά ποῖον τρόπον θά θεσπίσῃ τά τῶν Νηστειῶν ἡ νέα Οἰκουμενική Σύνοδος. Φαντάζομαι ὅμως ὅτι ὁ τράγος καί ἡ κατσίκα μιᾶς ὡρισμένης ἡλικίας, θ’ ἀποτελέσουν τήν νέαν βάσιν τῶν νηστισίμων τροφίμων, διά τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Τεσσαρακοστήν καί τάς ἄλλας Ἡμέρας. Διότι Αὐτό ποῦ συμβαίνει μέ τούς παλαιούς Κανόνας, ἀρχίζει ν’ ἀποτελῇ θρησκευτικόν σκάνδαλον. Καί, τοιουτοτρόπως, ἐκτός τῆς λαϊκῆς παροιμίας, τήν ὁποίαν εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νά ἀναθεωρήσωμεν, θά παραστῇ ἀνάγκη νά θίξωμεν καί τό Ἅγιον καί Ἱερόν Εὐαγγέλιον. Διότι, πῶς εἶνε δυνατόν νά ἐξακολουθήσουν πλέον ἰσχύοντες, οἱ λόγοι τοῦ Θεανθρώπου, ὁ ὁποῖος εἶχεν ἀποφανθῇ πρό 1923 ἐτῶν ὅτι «εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διελθεῖν διά τριμαλιᾶς βελόνης ἤ πλούσιον εἰσελθεῖν εἰς τήν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν»; Σήμερον καί τά γκαρσόνια τῶν ἑστιατορίων ἀκόμη, ὡς καί πᾶς μπακαλόγαττος, γνωρίζουν ὅτι «εὐκοπώτερόν ἐστι ἐλέφαντα διελθεῖν διά τριμαλιᾶς βελόνης ἤ πτωχόν εἰσελθεῖν εἰς τήν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν».
Τό συμπέρασμα εἶνε, ὅτι τά εἰσιτήρια τοῦ Παραδείσου ἤ πρέπει νά γίνουν εὐθηνότερα, ἤ νά καταργηθοῦν ἐντελῶς.