ΕΤΟΣ ΑΡΧΙΚΗΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ 1876
Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2024

ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΟ ΣΠΙΤΙ

Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 6 Ὀκτωβρίου 1918

Εἰς μίαν τῶν τελευταίων περιπλανήσεών μου πρός ἀνεύρεσιν στέγης, μαζῆ μέ πολλά ἄλλα περιεργότατα πράγματα, συνήντησα καί τό Στοιχειωμένο Σπίτι. Τό Στοιχειωμένο Σπίτι δέν εἶχε τίποτε ἐξωτερικῶς, ποῦ νά πληροφορῇ τόν διαβάτην ὅτι ἦτο κατοικητήριον δαιμόνων. Ἦτο ἕνα σπιτάκι, ὅπως κάθε ἄλλο τῆς Ἀθηναϊκῆς ἐξοχῆς, περιτριγυρισμένον ἀπό χαμηλόν μανδρότοιχον, συνορεῦον πρός ἕνα ἄλλο σπιτάκι, τοῦ ὁποίου τά ἀνοικτά καί εὔθυμα παράθυρα, μέ τά ἁπλωμένα πολύχρωμα εἴδη τῆς πλέον χαρωπῆς κλινοστρωμνῆς, ἀποτέλουν χτυπητήν ἀντίθεσιν πρός τήν πένθιμον κλεισούραν καί τούς μισογκρεμισμένους σοβάδες τοῦ πρώτου. Καί ἄν ἕνα σπιτάκι διά νά εἶνε στοιχειωμένον ἀπαιτεῖται ὁπωσδήποτε νά εἶνε παλαιόν καί ἀκατοίκητον, ὑπό τήν ἔποψιν αὐτήν ὁ ἀλαφροΐσκιωτος διαβάτης κἄτι ἠμποροῦσε νά φοβηθῇ καί κἄτι νά μαντεύσῃ, μέ τήν βοήθειαν, ἐννοεῖται, καί τοῦ γειτονικοῦ μπακάλη.

Ὁ γειτονικός μπακάλης λοιπόν ὑπῆρξε καί δι’ ἐμέ ἡ λαμπάς, ποῦ μοῦ ἔφεξεν εἰς τά σκότη τοῦ μυστηρίου.

– Αὐτό τό σπιτάκι δέν νοικιάζεται; τόν ἐρώτησα.

– Νοικιάζεται, ἀφεντικό, μοῦ εἶπεν ὁ ἀγαθός ἄνθρωπος. Κανένας ὅμως δέν τό νοικιάζει. Τρία χρόνια τώρα μένει ξενοίκιαστο. Εἶνε στοιχειωμένο, βλέπεις…

– Στοιχειωμένο;

– Ἔτσι λένε.

– Τοῦ λόγου σου, σά γείτονας ποῦ εἶσαι, τό εἶδες ποτέ τό στοιχειό;

– Ἐγώ δέν τό εἶδα. Δέν ἔχει νά κάνῃ ὅμως. Ἐγώ δέν εἶμαι ἀλαφροΐσκιωτος. Ἄλλοι, ποῦ εἶνε ἀλαφροΐσκιωτοι, τόν εἴδανε. Κατά τά μεσάνυχτα, λέει, τό στοιχειό, τυλιγμένο μ’ ἕνα μαῦρο σεντόνι, φανερώνεται ἀπάνω στό σαμάρι τῆς μάντρας. Καβαλλικεύει τή μάντρα καί χάνεται…

Ὁ ἀγαθός ἄνθρωπος ἔκαμε τό σημεῖον τοῦ Σταυροῦ καί διέκοψεν ἔντρομος τήν διήγησίν του, μέ τά δόντια συγκρουόμενα ἀπό φρίκην. Ἔπειτα ἐπρόσθεσεν ἡσυχώτερος:

– Λένε πῶς μέσα σ’ αὐτό τό σπίτι καθότανε, ἐδῶ καί χρόνια, μιά γυναίκα, πού φαρμάκωσε τόν ἄντρα της, γιατί ἀγαποῦσε κἄποιον ἄλλον. Τώρα ὁ πεθαμένος βγαίνει κάθε νύχτα…

– Καί τί γυρεύει;

– Ξέρω κ’ ἐγώ τί γυρεύει; Αὐτά εἶνε μυστήρια πράγματα. Ποιός τά ξέρει;

Καί τῷ ὄντι ἦτο δυσκολώτατον νά μαντεύσῃ κανείς τί ζητεῖ κατά τάς μεσονυκτίους ὥρας ἕνας νεκρός σύζυγος εἰς τό σπίτι τῆς ζωντανῆς συμβίας του, ἡ ὁποία τόν ἑξαπέστειλεν εἰς τόν ἄλλον κόσμον. […] Ὁπωσδήποτε, τό γεγονός ἦτο ὅτι ὁ παράδοξος αὐτός σύζυγος ἐπέμενεν ἠλιθίως καί μετά θάνατον εἰς ὅ,τι ματαίως εἶχεν ἐπιμείνει καθ’ ὅλην τήν ζωήν του. Καί κανείς ἑπομένως δέν εἶχε τήν εὐχαρίστησιν, ἐγκαθιστάμενος εἰς τόν ἐναγῆ αὐτόν οἶκον, νά δέχεται τάς μεσονυκτίους ἐπισκέψεις τοῦ ἐρωτευμένου μακαρίτου.

Μοῦ ἔμενεν ὅμως, μέ ὅλα αὐτά, μία ἀπορία ἀκόμη. Τό σπίτι ἦτο ἀκατοίκητον. Ποῦ ἔμενε λοιπόν ἡ ἔνοχος, τήν ὁποίαν ἐπεσκέπτετο ὁ νεκρός; Ὁ ἀγαθός ἄνθρωπος μοῦ ἔδωκε τάς ἀναγκαίας ἐξηγήσεις:

– Αὐτή κάθεται στό διπλανό σπίτι, μοῦ εἶπε. Τό φάντασμα ὅμως φανερώνεται στό ἄλλο. Ἀπό ’κεῖ, φαίνεται, κάνει καρτέρι, καί ὕστερα πηδάει τή μάντρα…

[…] Τό ἀξιοπερίεργον εἶνε ὅτι τό Στοιχειωμένο Σπίτι εὑρῆκε τόν ἐνοικιαστήν του. Καί τό πρᾶγμα εἶνε πολύ φυσικόν. Ὅταν κινδυνεύῃ κανείς νά μένῃ εἰς τούς δρόμους, ἀποφασίζει, ἐπί τέλους, νά συγκατοικήσῃ καί μέ φαντάσματα. Κατά σύμπτωσιν δέ ὁ ἐνοικιαστής ἔτυχε νά εἶναι καί φίλος μου.

– Ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ! τοῦ εἶπα. Μεγάλος ὁ ἡρωισμός σου. Σέ στοιχειωμένο σπίτι ἐπῆγες νά καθήσῃς;

Ἐχαμογέλασεν, ὡς ἄνθρωπος εὑρισκόμενος ἐν πλήρει ἀσφαλείᾳ. Καί μοῦ ἐξήγησε τόν λόγον τῆς ἀνεξηγήτου ἀταραξίας του. Ποία ἀπογοήτευσις! Τό φάντασμα ἦτο, ἁπλούστατα καί πεζότατα, ὁ παπᾶς τῆς ἐνορίας, μισόκοπος Λευΐτης, ὁ ὁποῖος, ὡς ἄνθρωπος «σάρκα φορῶν», τά εἶχε ψήσει ἀπό τριετίας μέ τήν εὐλαβῆ καί φιλακόλουθον χήραν, τήν ὁποίαν ἔσπευδε κάθε νύκτα νά εὐλογήσῃ, πηδῶν τόν χαμηλόν μανδρότοιχον τοῦ γειτονικοῦ σπιτιοῦ, ἐκεῖθεν δέ διαπεραιούμενος εἰς τό ἐρωτικόν Θυσιαστήριον. Ἦτο δέ καί ὁ ἴδιος, ὁ ὁποῖος, μέ τό κῦρος τῆς μυστηριακῆς του ἐπιβολῆς, εἶχε δημιουργήσει τήν φήμην τοῦ στοιχειώματος μεταξύ τῆς ἐνορίας. […]

Ὁπωσδήποτε, πρός ἡσυχίαν καί τοῦ παπᾶ καί τῆς εὐλογημένης καί τοῦ μακαρίτου, ἐξουσιοδοτήθην νά δηλώσω ὅτι ὁ φίλος μου δέν εἶνε διατεθειμένος νά παρεμβάλῃ κανένα πρόσκομμα εἰς τήν περαιτέρω ἐξέλιξιν τοῦ μυστηρίου.

ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ

Απόψεις

Γιατί οἱ Τοῦρκοι δέν ἔχουν δικαιώματα στήν Κύπρο

Εφημερίς Εστία
Η ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ κατέκτησε τήν ἀνεξαρτησία της χάρη στόν ἀγῶνα τῆς ΕΟΚΑ.

Κόλαφος τό πόρισμα τοῦ ΕΜΠ γιά τήν ἔκρηξη στά Τέμπη

Εφημερίς Εστία
ΑΥΤΟ ΠΟΥ ὑποστηρίζουν ἀπό τήν ἀρχή οἱ οἰκογένειες τῶν θυμάτων τῶν Τεμπῶν καί οἱ ἐμπειρογνώμονες στούς ὁποίους ἔχουν ἀποταθεῖ οἱ συγγενεῖς, ἐπιβεβαιώνει καί τό πόρισμα τοῦ Ἐθνικοῦ Μετσοβίου Πολυτεχνείου.

Ἄς φροντίσουμε πρῶτα τά τοῦ οἴκου μας

Δημήτρης Καπράνος
Φυσικά καί πρέπει νά μᾶς ἀπασχολεῖ τό τί συμβαίνει στήν γειτονική μας Τουρκία.

ΜΕΤΑ 80 ΕΤΗ

Παύλος Νιρβάνας
Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 22 Δεκεμβρίου 1924

Δευτέρα, 21 Δεκεμβρίου 1964

Πρό 60 ἐτῶν
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΑΝΤΙ ΔΩΡΩΝ «Ἐπειδή οὐδείς ἐτόλμησε νά ἀποταθῇ εἰς τάς σχολικάς ἐπιτροπάς καί τούς γονεῖς πρός ὀργάνωσιν ἑορτῆς καί ἀγοράν δώρων (διότι οὗτοι παρά τήν Δωρεάν Παιδείαν, βαρύνονται μέ πλείστας ὅσας εἰσφοράς), δέν θά γίνῃ ἐφέτος ἑορτή δένδρου εἰς τά σχολεῖα τῆς Ρόδου. Εἷς διδάσκαλος εἶπε στά μικρά παιδιά τοῦ Δημοτικοῦ: “Ὁ Ἅγιος Βασίλης δέν πρόκειται νά ἔλθῃ ἐφέτος, διότι ἔχει κουρασθῇ καί εἶναι πολύ γέρος”.» Ἠμποροῦσεν, ὅμως, νά τούς πῇ καί κάτι ἄλλο: Ὅτι, ἀντί τοῦ Ἅη Βασίλη, ἦλθεν, ἐφέτος –κάπως ἐνωρίτερον τοῦ δέοντος– ὅ …Ἅη-Γιώργης, μέ πλεῖστα ὅσα δῶρα διά τούς ἡμετέρους καί μέ τήν ἀπόλυσιν, ὡς μποναμᾶν, διά τούς ἐντίμους ἀνθρώπους!… ΤΑ ΣΗΜΕΡΙΝΑ ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΤΩΝ ΠΕΣΟΝΤΩΝ, ΠΡΟΚΛΗΣΙΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ! ΛΕΥΚΩΣΙΑ. Ἐκπρόσωπος τῆς Τουρκοκυπριακῆς κοινότητος ἐχαρακτήρισεν ὡς πρόκλησιν τό μνημόσυνον τό τελεσθέν χθές εἰς τό προάστιον Ὀμορφίτα τῆς Λευκωσίας. Ἐξ’ ἄλλου, ἐκπρόσωπος τοῦ ΟΗΕ ἀνεκοίνωσεν ὅτι εἰς Κυρηνείαν συνελήφθησαν τήν πρωίαν τοῦ Σαββάτου τέσσαρες μόνον Τουρκοκύπριοι. Ὁ αὐτός ἐκπρόσωπος ἐδήλωσεν ὅτι χθές κατέπλευσε καί ἕτερον Ρωσσικόν σκάφος εἰς Ἀμμόχωστον –τό τρίτον ἐντός τῆς ἑβδομάδος– ἐκ τοῦ ὁποίου ἐξεφορτώθησαν 17 κιβώτια. Ἡ ἐκφόρτωσις τοῦ σκάφους διήρκεσε μόνον ἡμίσειαν ὥραν.