ΟΤΑΝ ἔφθασα γιά πρώτη φορά στήν Κομοτηνή τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1986, παρατήρησα ὅτι στό ἑστιατόριο «Κληματαριά» τῆς Νικολάου Ζωΐδου, ὅπου γευματίζαμε κάθε μεσημέρι οἱ φοιτητές, ἦταν ἐκτεθειμένες πρός ἀνάγνωση οἱ τέσσερεις ἐφημερίδες τῆς Ροδόπης:
Ἡ «Πατρίδα» τοῦ Κώστα Τσέτλακα, «τό Ἐλεύθερο Βῆμα» τῆς Μαρίας Τουτζιαρίδου Μελκονιάν, ἡ «Πρωινή» τῆς Ἑλένης Ἀντωνιάδου καί ὁ «Χρόνος» τοῦ Ἀλέξανδρου Φανφάνη. Ὅλες ἦταν ἀξιόλογες καί μαχητικές, ἀλλά ὁ «Χρόνος» πού κυκλοφοροῦσε τότε, μονόφυλλος, στό μεγάλο σχῆμα, μοῦ τράβηξε τήν προσοχή. Μοῦ ἄρεσε ἡ συνοπτικότης του καί ἡ δυναμικότης του. Γρήγορα βρέθηκα στό γραφεῖο τῆς ὁδοῦ Καβείρων, πού ἔμελλε τά ἑπόμενα χρόνια νά ἀποτελέσει τό δεύτερο σπίτι μου. Ζήτησα ἀπό τόν δυναμικό ἐκδότη του, ὁ ὁποῖος ἐξέδωσε τήν ἐφημερίδα του ἀμέσως μετά τήν ἐκπλήρωση τῆς στρατιωτικῆς του θητείας, τό 1964, νά ἀρθρογραφῶ ὅταν εἶχα κάτι νά πῶ, καί ἐκεῖνος δέχθηκε εὐχαρίστως. Ἦταν ἡ ἀρχή μίας μεγάλης φιλίας, πού διήρκεσε ὥς τό τέλος τοῦ κύκλου τῆς ζωῆς του.
Ἐξέπνευσε προχθές στό Σισμανόγλειο νοσοκομεῖο Κομοτηνῆς (πού θά ἀνακαίνιζε, ἀλλά τελικῶς «δέν», τό «Ἵδρυμα Νιάρχος») σέ ἡλικία 82 ἐτῶν. Ὁ Ἀλέκος Φανφάνης μαζί μέ τόν Δοῦκα τῆς «Πελοποννήσου», τόν Χριστόπουλο τῆς «Γνώμης» (Πάτρα), τήν οἰκογένεια Δημητρακόπουλου τῆς «Ἐλευθερίας» (Λάρισα), τόν ἀειθαλῆ Σταῦρο Κονδύλη τῆς «Ἐλεύθερης Θράκης» (Ἀλεξανδρούπολη), τόν ἀειθαλῆ ἐπίσης Κώστα Τσίγκα τῆς «Ἑβδόμης» (Καβάλα), τόν Γραμματικάκη τῆς «Μεσογείου» (Ἡράκλειο), τόν Ζήση Πατσίκα τοῦ «ΛΑΟΣ» (Βέροια) καί ἄλλους, εἶναι ἕνας ἀπό τούς πλέον ἱστορικούς ἐκδότες τοῦ περιφερειακοῦ Τύπου στήν πατρίδα μας. Πλήν τῶν «ἀειθαλῶν» στούς ὁποίους ἀναφέρομαι, οἱ ὑπόλοιποι δέν ζοῦν. Μεγάλες προσωπικότητες. Τούς ἔτρεμαν καί τούς σέβονταν ὅλες οἱ κυβερνήσεις καί ὅλοι οἱ πρωθυπουργοί!
Τελευταία φορά μιλήσαμε μέ τόν Ἀλέκο Φανφάνη στήν ἑορτή του τόν Αὔγουστο –πάντα καμάρωνε στό καφενεῖο ὅτι δέν τόν ξεχνῶ. Μαζί μέ τήν σύζυγό του, ρεπόρτερ Μελαχροινή Μαρτίδου, πού σάρωνε τότε τήν Κομοτηνή μέ τό «σουζούκι» της, τόν τυπογράφο-λινοτύπη Χασάν καί τόν διανομέα (μέ ποδήλατο) Ἰσμαήλ, καθώς καί δεκάδες φίλους πού γνώρισα ἐκεῖ πίνοντας σαλέπι (τόν ἱστορικό Ἀντώνη Λιάπη, τόν ὀδοντογιατρό Ἄκη Παπαναστασίου, τόν ἀείμνηστο ληξίαρχο τῆς πόλης Ἀθανάσιο Ι. Ἀθανασιάδη, τόν Γιῶργο Καρανίκα μέ τίς «Ματιές» του, καί τόσους ἄλλους), γράφαμε κάθε μέρα ὅλοι μαζί τήν ἱστορία τῆς πόλης. Ὁ Ἀλέκος ἀεικίνητος μεταξύ τηλεφώνου, χειρογράφων καί τοῦ παραδοσιακοῦ λινοτυπικοῦ τσίγκου, ὅπου τοποθετεῖτο ἡ πρώτη σελίδα μέ τά κείμενα σειρά-σειρά, ἔδινε ρεσιτάλ. Μόλις τελείωνε ἡ παράδοση τοῦ ἀστικοῦ καί τοῦ ποινικοῦ στήν Νομική, οἱ φίλοι μου ἔσπευδαν τότε στό «Χάνι» πού εἶχε ὡραῖο «ντουντουρμᾶ», ἀλλά ἐγώ πήγαινα κατ’ εὐθεῖαν στόν Ἀλέκο καί τήν Μελαχροινή μέχρι τό τύπωμα. Ἔφευγα μόνο γιά νά ἀγοράσω ἐφημερίδες ἀπό τό περίπτερο στόν Πλάτανο, οἱ ὁποῖες τότε ἔφθαναν στίς 2.30 μ.μ. Πολλές φορές διάβαζα ἐγώ τό μέταλλο πάνω στόν τσίγκο, τά κείμενα μέ τά γράμματα, καί ἔκανα τίς διορθώσεις παρέα μέ τόν Χασάν. Γινόμουν κατάμαυρος ἀπό τό μελάνι, ἀλλά μοῦ ἄρεσε. Μερικές φορές παραλάμβανα ἀπό τούς ἀναγνῶστες τίς μικρές ἀγγελίες. Ἄλλες φορές ἀνακάλυπτα ὡραῖα κείμενα σέ ἄλλες ἐπαρχιακές ἐφημερίδες πρός ἀναδημοσίευση.
Ἦταν μιά ὁλόκληρη ἐποχή αὐτή τότε γιά τόν ἀκμάζοντα παντοδύναμο μέ ἐπιρροή περιφερειακό Τύπο, πού δυστυχῶς ξεπεράστηκε. Ἡ σχέση μας ἔγινε μέ τά χρόνια καί οἰκογενειακή. Ὁ Ἀλέκος καί ἡ Μελαχροινή μέ καλοῦσαν στό σπίτι τους στήν ὁδό Μαρωνείας καθώς ἔμενα δίπλα, πάνω ἀπό τήν PIZZA ROMA (ἀκόμη θυμᾶμαι τούς υἱούς τους, τόν Σταῦρο καί τόν Θανασάκη, πιτσιρικᾶδες, σχεδόν μωρά, καί χαίρομαι γιά τήν ἐξέλιξή τους), καθώς καί στό τότε ἐξοχικό τους στίς «Καγκέλες» στήν Μαρώνεια.
Ὁ Φανφάνης πού γνώρισα καί διατήρησα τήν σχέση μου ζωντανή μαζί του μέχρι τέλους, ἦταν ἕνας ἀπό τούς μετρημένους στά δάκτυλα ἀνθρώπους στούς ὁποίους ὀφείλω ὅ,τι ἔγινα στήν ζωή μου. Μέ διαμόρφωσε ὡς δημοσιογράφο. Δέν χρειαζόταν στήν ἡλικία πού ἤμουν νά κάνει καί πολλά. Μόνο νά τόν παρατηρῶ χρειαζόταν.
Μεγάλο σχολεῖο. Συγκρούστηκε ἀνηλεῶς ἐκείνη τήν δεκαετία μέ τήν κομματοκρατία, τήν διαφθορά, μέ τό Προξενεῖο καί τούς ἀνθρώπους του, καί μέ τούς «τουρκοδίαιτους». Ἦταν μεγάλος πατριώτης. Ὅταν ἐξοργιζόταν, ἔγραφε στό «Μικροκομοτναίικα», τήν στήλη πού διάβαζαν ὅλοι κάθε βράδυ μετά τίς 7 πού κυκλοφοροῦσε ἡ ἐφημερίδα, ὅτι δέν ἔχουν θέση σέ αὐτόν τόν τόπο «τά παρτάλια, τά καρτάλια καί τά μπουκλούκια» (χαρακτηρισμοί στά τουρκικά καί στά ἀλβανικά πού σημαίνουν κατά σειρά κουρέλια, ἀχόρταγοι μαυρόγυπες, ἄχρηστοι.) Καί παρά τίς δεκάδες μηνύσεις πού εἶχε δεχθεῖ ἐναντίον του τότε ἀπό στελέχη σοσιαλιστικοῦ κόμματος, δέν τό ξεχνῶ ποτέ, δέν προσκύνησε κανέναν, καί τούς νίκησε ὅλους.
Γι’ αὐτό μέ ὅρισε. Ἔμαθα δίπλα του πῶς νά κάνω ρήξεις μέ τήν δικαιοσύνη. Ἀγαπῶ τόσο πολύ τόν «Χρόνο» τοῦ Ἀλέξανδρου Φανφάνη, πού ὄχι μόνο διατηρῶ στό ἀρχεῖο μου ὅλα τά φύλλα τῆς ἐποχῆς μέ τά κείμενά μου, μέ τήν ἰδιότητα τοῦ «φοιτητῆ Νομικῆς», ἀλλά πάντα ἀναφέρω στό βιογραφικό μου ὅτι ξεκίνησα τήν καρριέρα μου ἀπό ἐκεῖ. Ἀπό τήν Κομοτηνή. Ἀπό τόν Ἀλέκο, ἀπό τόν «Χρόνο». Καί κάθε φορά πού γράφω γι’ αὐτό, δακρύζω. Ὅπως τώρα. Ὁ Ἀλέκος μας θά συνεχίσει ἀπό ἐκεῖ ψηλά πού εἶναι, τίς βόλτες του μέ τό πορτοκαλί ΙΧ Pony, ἑλληνικῆς κατασκευῆς, μέ τό ὁποῖο κάναμε τίς τσάρκες μας στήν Καρυδιά τόν χειμῶνα καί στούς Προσκυνητές καί στήν Μαρώνεια, στόν «Στράτο» τό καλοκαίρι. Κάποια στιγμή θά ἀνταμώσουμε καί πάλι γιά νά κάνουμε τά δικά μας.
Τόσο στίς θυγατέρες του ὅσο καί στούς υἱούς του, μά καί στήν ἀγαπημένη Μελαχροινή, τά θερμά συλλυπητήριά μου. Νά εἶναι ὑπερήφανοι. Ἔζησαν δίπλα σέ ἕναν σπουδαῖο ἄνθρωπο, πού τούς ἀφήνει κληρονομιά μεγάλη τό ὄνομά του.