«Τί θές νά μαγειρέψω σήμερα;» ἦταν ἡ κλασσική ἐρώτηση ἀπό τήν σύζυγο κάθε πρωί. Ἀπαντοῦσα μονολεκτικά, γνωρίζοντας ὅτι δέν θά εἰσακουσθῶ παρά μόνον ἐλάχιστες φορές. «Μακαρόνια» ἔλεγα, ἀλλά τό μεσημέρι ἔβλεπα τό φαγητό πού ἐκείνη τελικῶς ἐπέλεγε.
Σήμερα, τίς ἐντολές τίς δίνει ἡ ἐγγονή μας, μέ τῆς ὁποίας τά γοῦστα ἀδιαμαρτυρήτως συμβιβαζόμαστε ὅλοι στό σπίτι. Ὡστόσο, ἐγώ ἀπαντῶ καί πάλι μονολεκτικά στό ἐρώτημα καί πολλές φορές, πλέον, εἰσακούγομαι. «Σαλάτα» ἀπαντῶ καί τήν ἀπολαμβάνω, ἀρκούμενος σέ αὐτήν. Πράγματι, μιά καλή σαλάτα ἀποδεικνύεται ἱκανή καί νά σέ χορτάσει καί νά σέ ἱκανοποιήσει ἀπό τήν ἄποψη τῶν βιταμινῶν, ἀλλά καί νά διευκολύνει τήν πέψη καί νά κρατήσει ἐλαφρύ τό στομάχι καί καλή τήν διάθεση. Καί, σαλάτα τήν σαλάτα, ἔπεσε τό μάτι μου σέ ἕναν πίνακα μέ τίς πενῆντα καλύτερες σαλάτες στόν κόσμο.
Μέ χαρά διεπίστωσα ὅτι εἴμεθα παγκόσμιοι πρωταθλητές, μέ ἕξι ἑλληνικές σαλάτες νά φιγουράρουν ἀνάμεσα στίς πενῆντα καί μάλιστα ὁ περίφημος κρητικός «ντάκος» νά κατέχει τήν πρωτοκαθεδρία! Σᾶς ἀναφέρω, λοιπόν, ὅτι ὁ «ντάκος» βρίσκεται στήν πρώτη θέση, ἡ «χωριάτικη» στήν πέμπτη, τά «χόρτα» στήν εἰκοστή τέταρτη, ἡ «πατατοσαλάτα» στήν τριακοστή τρίτη, ἡ «παντζαροσαλάτα» στήν τριακοστή πέμπτη καί ἡ «τονοσαλάτα» κλείνει τόν πίνακα, στήν πεντηκοστή.
Γιά σκεφθεῖτέ το! Ποῦ νά τό φανταζόταν ἡ γιαγιά στόν Ψηλορείτη, ὅταν ἔσπαζε μέ τόν γρόθο τήν κριθαροκουλούρα, τήνε στόλιζε ὁλόγυρα μέ τήν φρέσκια τομάτα περασμένη στόν χοντρό τρίφτη, ἔρριχνε κι ἀπό πάνω κάποιες νιφάδες τυριοῦ καί μπόλικη ρίγανη καί νά τήν ἀπίθωνε στήν τάβλα γιά νά πιοῦνε δυό ρακές τά κοπέλια τοῦ σπιτιοῦ, ὅτι θά γινόταν τό δημιούργημά της «νούμερο ἕνα» στήν λίστα τῆς γαστρονομίας!
Ποῦ νά τό φαντάζονταν οἱ μάγειροι στίς ταβέρνες τῆς Ἀθήνας, πού κάποια στιγμή ἔρριξαν τρίμματα φέτας στήν τοματο-αγγουροσαλάτα καί τήν βάφτισαν «χωριάτικη» (ἀπό ποῦ ὥς ποῦ, δέν τό κατάλαβα ποτέ) ὅτι θά ἦταν σήμερα στό νούμερο πέντε, σάν τόν Τσιτσιπᾶ!
Ποῦ νά τό φανταζόταν ἡ γιαγιά μου ἡ Σταμάτα, πού ἤξερε νά μαζεύει ὅλα τά χόρτα (ποτέ μου δέν τά ἔμαθα καί ἄς τά ἔχω μπροστά μου κάθε τόσο), ὅτι οἱ ταπεινοί ζοχοί, οἱ καυκαλίθρες, τά μυρόνια, τά ραδίκια καί τά λοιπά χορταρικά πού μάζευε θά ἀποτελοῦσαν «ντελικατέσσεν» συνοδευτικό σέ μεγάλα καί πλούσια τραπέζια! Ἀλλά μήπως ἐκεῖνες οἱ «πατατοσαλάτες», δηλαδή οἱ ἐπινοήσεις τῆς γιαγιᾶς μου τῆς Φιφῆς γιά νά νηστεύουμε τήν Μεγαλοβδομάδα, δηλαδή πατάτες νερόβραστες, πασπαλισμένες μέ μυρωδικά καί (τήν Μεγάλη Πέμπτη καί τό Μεγάλο Σάββατο τό μεσημέρι) μέ λάδι θά γίνονταν «σπεσιαλιτέ», μέ τήν προσθήκη μαγιονέζας ἤ ἄλλων εὔηχων καί προσφιλῶν στόν οὐρανίσκο οὐσιῶν! Ἄμ’ τά ταπεινά παντζάρια, πού τά τρώγαμε μέ μπόλικο σκόρδο στίς νηστεῖες καί στίς φτώχιες μας; Κι αὐτά, σέ θέση ζηλευτή στήν λίστα μέ τίς πενῆντα καλύτερες σαλάτες! Ὅσο γιά τήν «τονοσαλάτα», μπορεῖ νά εἶναι ἑλληνικό γαστριμαργικό ἐφεύρημα, ἀλλά τόν τόνο τόν μάθαμε τά τελευταῖα χρόνια, σέ κονσέρβα, μέ λαδάκι καί μυρωδικά. Καί τόν κάναμε κι αὐτόν σαλάτα, ὅπως συνηθίζουμε νά «κάνουμε σαλάτα» τά πάντα! Μέχρι καί τίς ἐκλογές!