Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 2 Ἰουλίου 1923
Ἔκτακτος συνεργάτης τῆς στήλης αὐτῆς εἶχε τήν ἐξαιρετικήν τύχην, χωρίς νά πληρώσῃ εἰσιτήριον, νά γίνῃ θεατής εἰς τήν ὁδόν Ἡρώδου τοῦ Ἀττικοῦ ἑνός μοναδικοῦ εἰς τό εἶδος του θεάματος.
Ἦτο βραδάκι καί αἱ σκιαί τοῦ δειλινοῦ εἶχαν ἀρχίσει νά συγχέουν εἰς τόν ἔρημον δρόμον πρόσωπα καί πράγματα, μ’ ἕνα ἐράσμιον τρόπον, ἐνθυμίζοντα κἄποια ὑποβλητικά, ὁμιχλώδη τοπεία τοῦ Οὐΐστλερ. Καθώς ἐπροχωροῦσεν ὁ ἀνύποπτος διαβάτης, εἶδε νά ἔρχεται ἀπέναντί του μία ἅμαξα, μέ τόν ὁποῖον γνωρίζουν νά κανονίζουν τό βῆμα τῶν ἵππων των οἱ Γερμανοί ἁμαξάδες, ὅταν ἕνα ζεῦγος ἐρωτευμένων τούς δώσῃ τήν παραγγελίαν: «Πορτσελλᾶν φάρεν!..» Ἔξαφνα τό ἁμάξι ἐσταμάτησεν ἀποτόμως.
– Φύγε γρήγορα! Χάσου!… ἠκούσθη μία ἔντρομη γυναικεία φωνούλα ἀπό τό ἁμάξι.
Ὁ ἀνύποπτος διαβάτης εἶδε τότε ἕνα νέον μέ στολήν στρατιώτου, νά πηδᾷ βιαστικά ἀπό τό ἁμάξι καί νά ἐξαφανίζεται σκυφτός καί προσπαθῶν νά ἀποκρύψῃ τό πρόσωπόν του μέσα εἰς τάς πυκνάς σκιάς τῶν δένδρων. Ἀπαράλλακτα, δηλαδή, ὅπως συνέβαινε μέ τούς ἱπποτικούς ἐραστάς εἰς τά παλαιά, ρωμαντικά μυθιστορήματα. Ταυτοχρόνως τό ἁμάξι εἶχε δοκιμάσει νά στραφῇ πρός τήν ἀντίθετον διεύθυνσιν. Μία ἀγρία ὅμως ἀνδρική φωνή, ἐρχομένη ἐκ τῶν ὄπισθεν, τό ἀνεχαίτισε.
-Στάσου, ἁμαξᾶ! Στάσου γιατί σοῦ τήν ἄναψα!…
Καί, ἐνῷ τό ἁμάξι εἶχε καθηλωθῇ εἰς τήν θέσιν του, ἕνας ἐξηγριωμένος ἄνθρωπος, ἐρχόμενος ἀπό τήν ἀντίθετον διεύθυνσιν, ἐπροχώρησε πρός αὐτό, ἔρριψεν ἕνα βλέμμα μέσα, ἄνοιξε μέ βιαστικήν κίνησιν τήν θύραν του καί, ἀποτεινόμενος πρός τό πρόσωπον, ποῦ εὑρίσκετο ἐντός τῆς ἁμάξης, ἐφώναξε μέ πνιγμένην συρίζουσαν φωνήν:
-Κατέβα κάτω! Κατέβα ἀμέσως!… Μιά κομψή, νεαρά κυρία, κρατοῦσα τό μαντηλάκι της εἰς τά μάτια καί τρέμουσα σύσσωμη, κατέβηκε ἀπό τό ἁμάξι, μέ τό κεφάλι σκυμμένο, χωρίς νά βγάλῃ λέξιν.
Ὁ εξηγριωμένος ἄνθρωπος τήν ἅρπαξε τότε ἀπό τόν γυμνόν μπράτσο, τήν ἐτράνταξεν ἐπί τόπου καί κατόπιν, μέ μίαν ἀπότομον ὤθησιν, τήν ἔσπρωξε πρός τά ἐμπρός.
-Τράβα! Τράβα στό σπίτι! Ἐκεῖ θά λογαριασθοῦμε!…
Ὁ ἀκούσιος θεατής τῆς τραγωδίας, ὁ ὁποῖος παρηκολούθει ἀθέατος τό θέαμα ἀπό τήν σκιάν ἑνός δένδρου, εἶχεν ἀντιληφθῇ πλέον ὅλην τήν ὑπόθεσιν τοῦ ἔργου τό ὁποῖον ἐφέρετο πρός μίαν ραγδαίαν λύσιν. Ὁ ἐξηγριωμένος ἄνθρωπος δέν ἦτο κανένας «Ζηλωτής τοῦ Χριστοῦ». Ἦτο, προφανῶς, ὁ σύζυγος τῆς κυρίας, ὁ ὁποῖος τήν εἶχε συλλάβει ἐπ’ αὐτοφώρῳ μέ τόν ἐραστήν της εἰς τόν ρωμαντικόν αὐτόν –καί τίς οἶδε τί ἄλλο ἀκόμη– περίπατόν τους. Ἀλλά καί ἡ Ζωή, ὅπως καί οἱ θεατρικοί συγγραφεῖς, δέν γνωρίζει πάντοτε ποῦ πρέπει νά σταματήσῃ εἰς τά ἔργα της. Καί, ἀντί τό δρᾶμα νά τελειώσῃ ἐκεῖ, ἐπηκολούθησε μιά σκηνή, ἡ ὁποία ἦλθε νά καταστρέψῃ ὅλην τήν τραγικήν ἐντύπωσιν τοῦ θεατοῦ.
Ὁ ἁμαξᾶς, δηλαδή, ὁ ὁποῖος εἶχεν ἀπολιθωθῇ ὑπό τό κράτος τῆς τρομερᾶς λύσεως, ὅταν εἶδε τό ζεῦγος ν’ ἀπομακρύνεται, συνῆλθε κἄπως ἀπό τήν συγκίνησίν του. Καί ἐνεθυμήθη, ὅτι κανείς δέν τοῦ εἶχε πληρώσει τό ἀγῶγί του.
-Κύριε! Κύριε!… ἄρχισε νά φωνάζῃ πρός τάς ἐξαφανιζομένας σκιάς, προχωρῶν πρός τήν διεύθυνσίν των. Ποιός θά μέ πληρώσῃ ἐμένα; Ποιός θά μέ πληρώσῃ;
Ὁ ἀτυχήσας σύζυγος, διά ν’ ἀποφύγῃ τήν καταδίωξιν τοῦ ἁμαξᾶ καί τήν ἀπειλουμένην διαπόμπευσιν τοῦ ἀτυχήματός του, ἔκαμε τήν ἀνάγκην φιλοτιμίαν καί διηυθύνθη συντετριμμένος πρός τόν ὠρυόμενον δικαιοῦχον.
-Τί ἔχεις νά λάβῃς; τοῦ εἶπε.
-Δύο ὧρες περίπατο, κύριε!
Καί εἰς μίαν ἔκρηξιν συγκινητικῆς συμπαθείας, ἐπρόσθεσε:
-Δῶστε, ἐπί τέλους, ὅ,τι θέλετε, κύριε. Τί νά σᾶς πῶ κ’ ἐγώ;
Καί ὁ κύριος, μαζῆ μέ τά ἄλλα ἔξοδα, ποῦ πληρώνουν συνήθως οἱ σύζυγοι εἰς τάς περιστάσεις αὐτάς, ἐπλήρωσε καί τάς δύο ὥρας τοῦ ἐρωτικοῦ περιπάτου τῆς συζύγου του…
Αὐλαία!
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ