ΤΟ ΟΜΟΛΟΓΩ. Τέτοιες μέρες ἀνατρέχω πάντα στό Ἡμερολόγιο Κατοχῆς τοῦ Παναγιώτη Κανελλόπουλου καί στά Τετράδια Ἡμερολογίου τοῦ Γιώργου Θεοτοκᾶ (ἐκδόσεις «Ἑστία»).
Δέν τούς διαβάζεις. Τούς ἀκοῦς. Σά νά σοῦ μιλοῦν στό αὐτί. Περιγράφουν ἀσύλληπτα τό κλῖμα τῆς ἐποχῆς. Τοῦ πολέμου. Τοῦ 1940. Σέ προηγούμενα σημειώματά μου εἶχα προσφύγει στόν Κανελλόπουλο. Φέτος ψηφίζω Θεοτοκᾶ. Ἀπολαῦστε τον!
«(σελ. 137)
Τό ἔνστικτό μου δέν παύει νά μοῦ λέει ὅτι αὐτή ἡ τεράστια σπατάλη γερμανικῆς ὁρμῆς δέν μπορεῖ νά καταλήξει ἀλλοῦ παρά στή συντριβή της.
17 Μαΐου
Προχωροῦν.
Τουλάχιστο δυό φορές τή μέρα ἀλλάζει ἡ ὄψη τῶν πραγμάτων. Κύματα ἀπαισιοδοξίας καί αἰσιοδοξίας διαδέχονται τό ἕνα τό ἄλλο ἀκατάπαυστα. Σήμερα τό ἀπόγευμα ἡ εἴδηση τῆς καινούργιας προέλασής τους στό γαλλικό ἔδαφος προκάλεσε παντοῦ μιά φανερή νευρικότητα.
Συμπτώματα ἑλληνικοῦ χιτλερισμοῦ, ὑστερικά, γιά τοῦτο πιό ἐπικίνδυνα. Φοβοῦμαι τά χαλασμένα μυαλά στήν Ἑλλάδα. Οἱ ὑστερικοί, οἱ ἀνισόρροποι, οἱ σχιζοφρενικοί ἔχουν ἐδῶ περισσότερη ἀπήχηση καί περισσότερες εὐκαιρίες νά ἐπιβληθοῦν παρά σέ ἄλλους τόπους, πιό κατακαθισμένους.
(σελ. 192)
Ἄλλο ζήτημα: αἰσθάνουμαι ὅτι συντελεῖται τίς μέρες αὐτές ἡ ὁριστική ἑνότητα τῶν παλαιοελλαδιτῶν, τῶν νεοελλαδιτῶν καί τῶν προσφύγων. Τί χώρισε ὥς σήμερα αὐτούς τούς πληθυσμούς καί δημιούργησε τόσο συχνά ἀνάμεσά τους μιά ἀτμόσφαιρα δυσπιστίας καί ἀκαταληψίας; Τό διαφορετικό τους παρελθόν, οἱ διαφορετικές τους παραδόσεις. Ἀπό σήμερα αὐτοί οἱ πληθυσμοί ἀποκτοῦν ἕνα κοινό μεγάλο παρελθόν, μιά παράδοση ἑνιαία: τήν παράδοση τοῦ ἑλληνικοῦ πολέμου τοῦ 1940. Τό τί τούς χώρισε ἄλλοτε θά ἀρχίσει τώρα νά ξεχνιέται καί θά ἐπικρατήσει στήν ὁμαδική τους συνείδηση ἡ ἀνάμνηση τοῦ νέου μεγάλου ἱστορικοῦ γεγονότος πού τό ἔζησαν ὅλοι μαζί αὐθόρμητα σάν ἕνας ἄνθρωπος, ἡ ἀνάμνηση τοῦ κοινοῦ αἵματος πού χύθηκε στά πεδία τῶν μαχῶν. Τό αἷμα στερεώνει τήν ἕνωση τοῦ ἔθνους. Ὅ,τι δέν μπόρεσαν νά κάνουν σέ εἴκοσι χρόνια οἱ πολιτικοί, ἡ οἰκονομία, ἡ παιδεία, οἱ συγγραφεῖς, οἱ δημοσιογράφοι, τό πραγματοποιεῖ μονομιᾶς ὁ πόλεμος “πάντων πατήρ”.
(σελ. 85-87)
9 Μαΐου
Προσπαθῶ νά συλλάβω, ὄχι θεωρητικά ἀλλά μές στή ζωντανή πραγματικότητα, ἕναν ἠθικό κανόνα ἐφαρμόσιμο (καί πού νά ἀξίζει ὁ κόπος νά τόν ἐφαρμόζει κανείς).
Πρώτη διαπίστωση: ἡ ἀνάγκη τῆς γενναιοδωρίας, τῆς προσφορᾶς.
Δεύτερη διαπίστωση: ὅλοι σχεδόν εἶναι διατεθειμένοι νά πάρουν, ἀλλά οἱ περισσότεροι ἀνταποδίδουν πλέρια ἀδιαφορία ἤ μνησικακία. Ἡ μνησικακία μάλιστα μοῦ φαίνεται συνηθέστερη ἀπό τήν ἀδιαφορία (τό βρίσκω ἐντελῶς κανονικό).
Ἡ μόνη λύση εἶναι νά δίνεις ὁτιδήποτε σοῦ κάνει κέφι νά δώσεις (συναισθήματα, ἐκδουλεύσεις ἤ ὑλικά ἀγαθά) ἐπειδή ἔτσι σοῦ ἀρέσει, ἐπειδή ἡ ἀνάγκη τῆς γενναιοδωρίας πρέπει νά ἱκανοποιεῖται ὅπως καί ἡ ἀνάγκη τοῦ ἔρωτα, εἰδάλλως ξεραίνεται ἡ ζωή. Νά δίνεις λοιπόν, ἀλλά νά ξέρεις ἀπό πρίν ὅτι κανείς δέν ἔχει τήν ὑποχρέωση νά σοῦ ἀνταποδώσει τίποτα, νά καταλάβεις ὅτι αὐτό εἶναι σύμφωνο μέ τή φύση τῶν πραγμάτων καί νά εἶσαι εὐχαριστημένος πού εἶναι ἔτσι. Ἀκόμη ἕνα βῆμα: ὅταν κανείς παίρνει τήν προσφορά σου καί σοῦ ἀνταποδίδει μνησικακία ἤ ἐχθρότητα, νά ξέρεις ὅτι καί αὐτό εἶναι φυσικό καί πάλι νά εἶσαι εὐχαριστημένος. Κι ἄφησε τούς χαζούς νά διαμαρτύρονται γιά τήν περιβόητη “ἀχαριστία τῶν ἀνθρώπων”. Ἄν δέν ἦταν οἱ ἄνθρωποι ἀχάριστοι, σκέψου τί βάρος θά ἦταν ἡ εὐγνωμοσύνη τους στή ζωή σου!
Ὅταν μιλῶ ἐδῶ γιά εὐχαρίστηση δέν πρόκειται γιά τήν εὐχαρίστηση τῶν θυμάτων καί τῶν μαρτύρων, ἀλλά ἁπλῶς καί μόνο γιά τή χαρά τῆς ἐλευθερίας.
Ἐλευθερία: κάνω ἐκεῖνο πού τραβᾶ ἡ καρδιά μου, δέν περιμένω νά μέ ἀμείψουν γι’ αὐτό, δέ μέ μέλει ἄν θά μέ συμπαθήσουν, θά μέ ἐπαινέσουν, θά μοῦ ἀναγνωρίσουν σημασία, θά μοῦ ἀνταποδώσουν ὁτιδήποτε, εἶμαι ἐλευθερωμένος ἀπ’ αὐτή τήν ἀνάγκη. Ἄν κατόπι μέ ἐχθρεύονται τούς ἐχθρεύουμαι καί ἐγώ, ἄν μέ πολεμοῦν τούς πολεμῶ καί εἴμαστε ἐξοφλημένοι. Ἐξόν ἄν αἰσθάνουμαι ὅτι δέν ἀξίζει ὁ κόπος, πού εἶναι κι αὐτό μιά ἀπελευθέρωση.
(σελ. 381)
15 Ἰανουαρίου
Σύντομη μέθοδος ζωῆς γιά τή χρήση τῶν ἀνθρώπων πού ἔχουν τήν εὐκαιρία νά ζοῦνε στίς λεγόμενες ἱστορικές ἐποχές:
1. Νά κάνεις τίμια ἐκεῖνο πού ἡ συνείδησή σου σοῦ ὁρίζει ὡς χρέος ἀπέναντι στό σύνολο στό ὁποῖο ἀνήκεις. Ἡ συνείδηση τοῦ κοινοῦ χρέους εἶναι πάλι ἡ καλύτερη βάση γιά νά στηρίξεις τό ἄτομό σου μές στή θύελλα. Καί ἡ θυσία τῆς ζωῆς, στήν κλίμακα τῶν μεγάλων γεγονότων, ἀποχτᾶ τίς πραγματικές διαστάσεις της, γίνεται κάτι ἁπλό πού δέν ταιριάζει νά τό συζητᾶς ἤ νά παραπονιέσαι γι’ αὐτό. Ὅ,τι ἀναποδιά κι ἄν σοῦ τύχει, νά κρατᾶς καλά τήν ἀτομική σου ἀξιοπρέπεια καί τοῦτο κατά πρῶτο λόγο γιά νά μή στερήσεις τόν ἑαυτό σου ἀπό τή μόνη σίγουρη εὐχαρίστηση πού σοῦ ἀπομένει.
2. Νά βοηθεῖς, ὅσο περνᾶ ἀπό τό χέρι σου, τούς ἀνθρώπους. Τοῦτο σέ συνάρτηση μέ τήν προηγούμενη ἀρχή καί προσέτι ἀπό συναισθηματική ἀνάγκη, γιατί, χωρίς τή ζεστασιά τῆς ἀνθρώπινης ἀλληλεγγύης, ἡ ψυχική ζωή ξεραίνεται καί χάνει τήν ἀξία της. Νά μή γελιέσαι ὅμως, νά μή νομίζεις πώς κάνεις κάτι σπουδαῖο ἤ πώς σοῦ χρωστᾶ κανείς τήν παραμικρή εὐγνωμοσύνη.
3. Νά διατηρεῖς πάντα μέσα σου μιά περιοχή πού δέν τή φτάνει ἡ μάνητα τοῦ κόσμου καί ὅπου, σάν τελειώνεις μέ τά χρέη σου καί τούς ἐξωτερικούς σου ἀγῶνες, θά μπορεῖς ὅποτε θές νά ξαναβρίσκεις τό δαίμονα. Νά μήν ἀφήσεις μέ καμιά δικαιολογία νά σοῦ τήν καταπατήσουν ποτέ οὔτε νά στερηθεῖς τίς λίγες ὧρες ἀπόλυτης λευτεριᾶς, πού σοῦ χρειάζουνται γιά νά γυρνᾶς κάθε τόσο ἐκεῖ καί νά ξαναγίνεσαι ὁ πιό βαθύς, ὁ πιό ἀληθινός “ἐσύ”. Ἀπό ἐκεῖ θά ἀντλεῖς δύναμη ἀστείρευτη, παρηγοριά, ὑψηλοφροσύνη ἤ περιφρόνηση, ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες σου σέ κάθε περίσταση».