Τί «χρυσοπράσινο φύλλο» καί ἄλλα ρομαντικά. Τίποτε ἀπό ὅσα ἤξερα μέχρι τώρα δέν μοῦ θυμίζει ἡ σημερινή Λευκωσία.
Μιά πόλη ἀπεριποίητη, σχεδόν παρατημένη, ἴσως ἐξ αἰτίας τῶν κακῶν χειρισμῶν τῆς δημοτικῆς της ἀρχῆς, ἡ ὁποία δείχνει πιό… ἑλληνική ἀπό ποτέ!
Πεζοδρόμια ρυπαρά, δρόμοι ἀνασκαμμένοι, πλατεῖες σέ κακό χάλι (αὐτή ἡ ἔρμη πλατεῖα Ἐλευθερίας συμπληρώνει ὀκτώ χρόνια κι ἀκόμη εἶναι –καί ὅλο γίνεται χειρότερο– γιαπί!) καί μονάχα ἡ καλή ὁδική συμπεριφορά τῶν Κυπρίων ὁδηγῶν σέ κάνει νά θυμᾶσαι ὅτι ἐδῶ ὑπῆρχε –μέχρι πρό τινος– μιά πόλη πολύ διαφορετική.
Ἀποτολμῶ μιά βόλτα στήν παλιά πόλη, στήν «Λαϊκή συνοικία». Ἀνατολίτικο παζάρι, παλιά σπίτια παρατημένα, κάποιες παμπάλαιες καί παρατημένες πολυκατοικίες, σχεδόν ὅπως ἐκεῖνες στήν λεωφ. Ἀλεξάνδρας καί δορυφορικά «πιάτα» γιά νά μποροῦν νά βλέπουν τά προγράμματα τῶν πατρίδων τους οἱ τριτοκοσμικοί μετανάστες…
Ἄλλοι εἶναι νόμιμοι, ἄλλοι λαθραῖοι. Ἡ περιοχή μας ἐρήμωσε σχεδόν ἀπό τήν ὥρα πού ἡ πλατεῖα ἀντί νά γίνει ὅπως μᾶς ἔλεγαν γίνηκε «τεῖχος ἀνάμεσα στήν παλιά καί τή νέα πόλη» μοῦ λέει ὁ Γιάννης Ττίκκης (ὅπως τό βλέπετε, μέ δύο «ταῦ» στήν ἀρχή καί δύο «κάππα» στό μέσον, ὁ κουρέας-ποιητής τῆς Κωνσταντίνου Παλαιολόγου) μέ «εἰδικές τιμές γιά τούς Ἕλληνες στρατιωτικούς».
– Ἐκούρευα περί τούς ὀγδόντα μέ ἑκατόν τήν ἑβδομάδα, ἀλλά ἀφ’ ὅτου ἐκτίσθη τό τεῖχος, ἔρχονται πολύ ὀλίγοι. Εὐτυχῶς ἔρχεται καμμιάν φοράν ὁ πρέσβυς… μοῦ λέει.
Οἱ Κύπριοι περνοῦν ἕνα περίεργο φθινόπωρο, καθώς ἡ ἀπειλή τῶν Τούρκων, αὐτή τήν φορά γιά τόν πλοῦτο τῆς θαλάσσης, τούς ἀνησυχεῖ. Μοιρασμένες οἱ ἀπόψεις. Γιά κάποιους «οἱ Τοῦρκοι δέν θά τολμήσουν νά κάμουν ὁτιδήποτε θά μποροῦσε νά δυσαρεστήσει τίς ΗΠΑ», γιά κάποιους ἄλλους «οἱ Τοῦρκοι θά φωνάζουν καί θά παίζουν μέ τήν φωτιά μέχρι νά πάρουν ἐκεῖνο πού ζητοῦν». Γιά τόν κουρέα-ποιητή «ὁ Τοῦρκος παραμονεύει μέχρι νά εὕρη τήν εὐκαιρίαν καί νά μᾶς πάρει οὕλους»… Καί ἡ κυπριακή οἰκονομία; Ὑπάρχει, ἄραγε, ἐκεῖνο τό θαῦμα γιά τό ὁποῖο μιλοῦμε συνέχεια καί ζηλεύουμε τούς Κυπρίους πού καταφέρνουν καί ἔχουν ἀνάπτυξη μετά τό δικό τους μνημόνιο; Ὑπάρχει μιά «ταρίφα» γιά τό εὐρωπαϊκό (κυπριακό) διαβατήριο, πού μπορεῖ νά ἀποκτήσει κάποιος καταβάλλοντας 300.000 εὐρώ καί ἐπενδύοντας στήν Κύπρο. Φίλος δικηγόρος, πού ἔχει βαθειά γνώση τῆς συγκεκριμένης ἀγορᾶς, πού λέει ὅτι αὐτή τήν στιγμή ὑπάρχουν περί τούς 1.000 ξένους, πού ἔχουν ἐπενδύσει (μέσω τῶν διαβατηρίων) περίπου ἕνα δισεκατομμύριο εὐρώ.
– Ξεύρεις τί εἶναι γιά μίαν μικρήν οἰκονομίαν, ὅπως ἡ κυπριακή, ἕνα δισεκατομμύριον εὐρώ; Μεγάλη ὑπόθεσις. Ἀλλά νά δοῦμε τί θά γίνει ὅταν θά σταματήσει αὐτή ἡ φάμπρικα, ἡ ὁποία ἄρχισεν ἤδη νά φθίνει! μοῦ λέει…
Ὑπάρχει, ὅμως, καί μιά ἄλλη «φάμπρικα», ἡ ὁποία, μαζί μέ τόν Τουρισμό, τροφοδοτεῖ τήν οἰκονομία τοῦ Νησιοῦ. Εἶναι ἡ Ἐκπαίδευση! «Ἄς εἶναι καλά οἱ Ἕλληνες, ὅπου γεμίζουν τά μή κρατικά κυπριακά Πανεπιστήμια καί τήν Ναυτικήν μας Ἀκαδημίαν» μοῦ λέει φίλος, καθηγητής στό πανεπιστήμιο τῆς Λευκωσίας. Κι ἐμεῖς, τήν ἴδια ὥρα, θεωροῦμε «ταμπού» τό ἄρθρο 16 τοῦ Συντάγματος καί διατηροῦμε τό κρατικό μονοπώλιο, στέλνοντας τά παιδιά μας –καί τά λεφτά μας– στήν Κύπρο, τήν Βουλγαρία καί τήν Ρουμανία…