«Αὐτό τό μετάλλιο εἶναι γιά ἐμένα» εἶπε ὁ Μιλτιάδης Τεντόγλου, ὁ «χαλαρός» παγκόσμιος πρωταθλητής, χρυσός Ὀλυμπιονίκης, νικητής ὅλων τῶν μεγάλων διοργανώσεων.
Πόσο μ’ ἀρέσει αὐτό τό παιδί! Πόσες ἀλήθειες λέει, καί δέν τίς καταλαβαίνουμε. Ὁ ἀθλητής τοῦ στίβου παλεύει μέ τόν ἑαυτό του πρῶτα κι ἔπειτα μέ τούς ἄλλους. Πρέπει πρῶτα νά ὑπερνικήσει τούς φόβους, τίς ἀμφιβολίες του, τό τράκ καί νά ξορκίσει τήν ἀτυχία.
Ὅταν ἀρχίζεις νά τρέχεις πρό τό σκάμμα, ὅταν πετάγεσαι ἀπό τόν βατῆρα, ὅταν στριφογυρίζεις στήν βαλβῖδα, δέν ἀκοῦς τίποτε! Δέν βλέπεις παρά μόνο τό τέρμα. Καί εἶσαι μόνος! Ὁλομόναχος! Γι’ αὐτό καί ἐμεῖς, οἱ παλαιότεροι, ἐξακολουθοῦμε νά θεωροῦμε τόν Στίβο ὡς τήν κορυφαία ἔκφραση τοῦ Ἀθλητισμοῦ. Ναί, ὑπέροχο, τό ποδόσφαιρο, τό ἴδιο καί τό μπάσκετ, τό πόλο, τό βόλλεϋ, ἀλλά εἶναι ἀθλήματα ὁμαδικά καί φασαριόζικα. Ὁ στίβος, ὅμως, εἶναι ἡ κορυφή, εἶναι ἡ ἀπόλυτη ὀμορφιά.
Ἔβλεπα τό τέλειο σῶμα τῆς Ἀμερικανίδας δισκοβόλου Ὤλμαν καί θαύμαζα τήν πρόοδο πού ἔχει κάνει ὁ ἀθλητισμός. Παλαιότερα, οἱ γυναῖκες-δισκοβόλοι ἦσαν συνήθως «βαρέων βαρῶν», καθώς ἡ δύναμη ἦταν πλήρως ἐξαρτημένη καί ἀπό τήν τεράστια μυϊκή μᾶζα τῶν ἀθλητριῶν. Ἡ Ὤλμαν, πού μπορεῖ νά κάνει σπουδαία καρριέρα ὡς μοντέλο, ἄνοιξε νέους δρόμους στά γυναικεῖα ἀγωνίσματα τῶν ρίψεων.
Θυμᾶμαι πόσο ξεχώριζε ἀπό ὅλες τίς δισκοβόλους ἡ ὄμορφη Ρουμάνα Φάινα Μέλνικ. Ἀρκετά βαρύ ἐπίσης κορμί, ἀλλά βαφόταν ἔντονα. Ἔβαφε τά μάτια καί τά νύχια της, πρᾶγμα σπάνιο –τότε– γιά τίς ἀθλήτριες τῶν ρίψεων. Ἡ Ὤλμαν, ὅμως, ἄνοιξε δρόμους…
Ἐπιστρέφουμε στόν Μιλτιάδη. Φαντάζεται κανείς πόσο δύσκολο εἶναι νά βλέπεις ὅτι μπορεῖ νά χάσεις τό χρυσό μετάλλιο γιά ἕνα ἑκατοστό καί γιά μία ἄκυρη προσπάθεια, νά σοῦ ἔχει ἀπομείνει τό τελευταῖο ἅλμα καί νά πηδᾶς περισσότερο ἀπό τόν πρῶτο;
«Πάει, τούς ἔκοψε τά πόδια» μοῦ εἶπε ὁ φίλος μέ τόν ὁποῖο παρακολουθούσαμε τόν ἀγῶνα, μετά τά 8.50 τοῦ ἀθλητῆ μας στό πρῶτο του ἅλμα. «Περίμενε, γιατί ἔχει κάτι νεαρούς πού δέν ξέρεις ποτέ τί μπορεῖ νά βγάλουν» τοῦ εἶπα καί ἀμέσως ἔκανε τά 8.50μ. ὁ Τζαμαϊκανός ἀθλητής. «Βλέπεις πού δέν πρέπει νά εἶσαι ποτέ σίγουρος στόν στίβο;» τοῦ εἶπα καί τοῦ θύμισα τόν σπουδαῖο ἐπικοντιστή Χρῆστο Παπανικολάου, πού δέν κατάφερε νά διακριθεῖ ἰδιαίτερα στούς μεγάλους ἀγῶνες διότι, πολύ ἁπλά, δέν ἄντεχε τό βάρος πού φορτωνόταν, μέ ὁλόκληρη τήν Ἑλλάδα νά κρέμεται κάθε τόσο ἀπό τό κοντάρι ἑνός πρωταθλητῆ, ὁ οποιός δέν τό ἤθελε, δέν τό ἄντεχε, δέν τό μποροῦσε αὐτό τό βάρος. Γι’ αὐτό καί τό παγκόσμιο ρεκόρ πού πέτυχε, ἔγινε σέ ἡμερίδα, χωρίς πίεση γιά τήν ἐπίδοση.
Ἔ, ὁ Τεντόγλου, εἶναι τό ἴδιο ἱκανός, τό ἴδιο δυνατός, τό ἴδιο εὐφυής, τό ἴδιο ἐκρηκτικός μέ τόν Παπανικολάου, ἀλλά ἔχει καί ἕνα ἐπί πλέον προσόν: Εἶναι ψύχραιμος καί δέν θέλει νά φορτωθεῖ οὔτε νά φορτώσει ὁτιδήποτε. Ἀγωνίζεται γιά τόν ἀγῶνα καί γιά τήν ἐπίδοση πού θά εὐχαριστήσει τόν ἴδιο. Ὅπως πρέπει νά κάνει κάθε σωστός ἀθλητής. Κι ἄς λέει μετά, στά μικρόφωνα, ὅ,τι θέλει…