Ἡ γυναίκα μου ἐπιμένει νά ἰσχυρίζεται ὅτι ὅσοι κολυμποῦν στήν θάλασσα τόν χειμῶνα «δέν πᾶνε καλά»…
Ἄν τό λέει γιά νά μέ πειράξει, νά τό δεχθῶ, ἀλλά σᾶς πληροφορῶ ὅτι οἱ χειμερινοί κολυμβητές εἶχαν ἀρχίσει νά πληθαίνουν χρόνο μέ τόν χρόνο καί, ἀσφαλῶς, ὄχι μόνον λόγω τῆς ἐπιτυχίας τοῦ ὁμωνύμου μουσικοῦ σχήματος (δέν τολμῶ νά τό ἀποκαλέσω τραγουδιστικό) τοῦ συμπαθεστάτου Ἀργύρη Μπακιρτζῆ, ἐκ Καβάλας ὁρμωμένου.
Μέχρι τό 2006, πού μέναμε στήν Φρεαττύδα, ξυπνοῦσα στίς ἑπτά, φοροῦσα ἕνα μπουρνούζι καί κατέβαινα στήν παραλία, ὁλομόναχος. Ἔπεφτα στήν θάλασσα καί ξανοιγόμουν, ὅσο ἄντεχα, ὑπολογίζοντας πάντα ὅτι θά χρειαστεῖ καί νά γυρίσω στήν ἀκτή! Κολυμποῦσα, ἔβγαινα στήν στεριά, ἐπέστρεφα σπίτι, τυλιγμένος μέ τό μπουρνούζι, ἔμπαινα στό ντούς, πού ἦταν καυτό καί πήγαινα στό γραφεῖο «πετώντας»…
Καθώς κολυμποῦσα ὁλομόναχος, σκεπτόμουν «βρέ μπάς κι ἔχει δίκιο ἡ κυρά πού μᾶς λέει “σαλεμένους”», ἀλλά ἡ εὐεξία πού ἔνιωθα καί ἡ ἀνοσία (οὔτε ἀσπιρίνη δέν ἔπαιρνα) δικαίωναν τήν ἐπιμονή μου στό χειμωνιάτικο κολύμπι.
Ὅταν ἀποκτήσαμε τό δικό μας σπίτι, στήν Καστέλλα, ἀνακάλυψα τήν παραλία «Βοτσαλάκια», ὅπου τόν χειμῶνα δέν εἶσαι ποτέ μόνος, ἀφοῦ μαζεύονται καί ἄλλοι (κάποιας ἡλικίας, πλήν φωτεινῶν ἐξαιρέσεων) λάτρεις τοῦ χειμερινοῦ μπάνιου.
Κι ὕστερα, ὅταν ἄρχισαν νά «ξεμυτίζω» βρῆκα ἐνδιαφέρουσα καί τήν παραλία τοῦ «Μπάτη» στό Φάληρο. Ὅμως ἡ Βουλιαγμένη τόν χειμῶνα εἶναι ὄνειρο! Μιά πανέμορφη ἀμμουδιά, δική σου, μέ ἐλάχιστους φίλους τῆς χειμερινῆς κολυμβήσεως, μπορεῖς νά τρέξεις στήν ἄμμο ἀνυπόδητος, δίχως νά καίγονται τά πέλματά σου, μπορεῖς νά ἀπολαύσεις τήν θάλασσα, ἡ ὁποία τό καλοκαίρι, γεμάτη κόσμο, θυμίζει πιάτο μέ γιουβαρλάκια!
«Καί τί μᾶς τά γράφεις αὐτά;» Ἄν εἴμαστε χειμερινοί κολυμβητές, θά τά γνωρίζουμε. Ἄν δέν εἴμαστε, ἴσως εἶναι ἀργά γιά νά μᾶς πείσεις νά γίνουμε!
Ἅμ’ δέν τά γράφω γι’ αὐτό, ἀγαπητοί. Τά γράφω διότι, ὅπως πᾶνε τά πράγματα, «τό χάσαμε τό χειμωνιάτικο μπάνιο, πατριώτη»! Δέν βλέπετε πού ἔχουμε μῆνα Νοέμβριο, κοντεύουν, πού λέει ὁ λόγος, Χριστούγεννα καί ὁ ὑδράργυρος «χτυπάει» τριαντάρια; Δέν βλέπετε πού κοντεύουμε νά γίνουμε Σίδνεϋ καί Μελβούρνη καί νά κάνουμε Πρωτοχρονιά μέ τά μπανιερά; Δέν βλέπετε πού σέ λίγο δέν θά εἶναι πλέον «εἴδηση» τό κόψιμο τῆς Βασιλόπιττας ἀπό τούς (πρώην) χειμερινούς κολυμβητές στήν παραλία, ἀλλά καθημερινότητα;
Μά εἶναι Νοέμβριος ἐτοῦτος, πού κάνει τίς ἀχλαδιές καί τίς μηλιές νά ἀνθίζουν; Δέν ὁμιλῶ γιά τίς ἀμυγδαλιές διότι ἀνθίζουν πλέον ὅποτε τούς καπνίσει! Εἶναι Νοέμβριος ἐτοῦτος, πού ἡ βουκαμβίλια στήν αὐλή μας κοντεύει νά μᾶς πνίξει στήν ἀνθοφορία; Τί νά σᾶς πῶ, ἀγαπητοί, ἐδῶ δέν ὁμιλοῦμε περί ἀλλαγῆς τοῦ κλίματος ἀλλά –κυριολεκτικῶς– περί ἀλλαγῆς τῶν …Φώτων, καθώς εἶναι βέβαιο ὅτι τήν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων θά γεμίζουν οἱ πλάζ ἀπό λουομένους!
Δέν εἶναι κατάσταση αὐτή, ἀγαπητοί. Δέν εἶναι δυνατόν νά ἔχουν ἔλθει τά ἐπάνω κάτω! Κι ὄχι τίποτε ἄλλο, φοβᾶμαι μήν χάσει ἡ κυρία μου τήν μοναδική ἀφορμή γιά νά μέ ψέγει καί ἀρχίσει νά ψάχνει γιά ἄλλες!