Μητροπολίτης Ἰγνάτιος: Στήν ἐπαιτεία ὁδηγεῖται ἡ Ἐκκλησία
ΑΝΕΚΡΟΥΣΕ πρύμναν κακήν κακῶς ὁ Πρωθυπουργός Ἀλέξης Τσίπρας μόλις συνειδητοποίησε τούς κινδύνους πού ἐλλοχεύουν ἀπό τήν ἑρμηνεία τῆς συνταγματικῆς προτάσεως ΣΥΡΙΖΑ περί «θρησκευτικά οὐδέτερης πολιτείας». Ὁ Πρωθυπουργός μετά τήν συνάντησή του μέ τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο στό Μέγαρο Μαξίμου ἔνοιωσε τήν ἀνάγκη νά ἀναδιπλωθεῖ, καθώς ὁ θόρυβος γιά τίς συνέπειες αὐτῆς τῆς ἀσύνετης διακηρύξεως πού περιέχει ἡ πρότασις τῆς Κοινοβουλευτικῆς Ὁμάδος τοῦ ΣΥΡΙΖΑ ἔφθασε μέχρι τήν ἐξώπορτα τοῦ γραφείου του.
Καί στό μέτρο πού ἡ «Ἑστία» συνετέλεσε στήν κατανόηση τῶν κινδύνων αὐτῶν μέ τά ἐπιθετικά πρωτοσέλιδά της αἰσθάνεται ἱκανοποίηση γιά τήν νεώτερη δήλωση Τσίπρα. Ὑπό μία προϋπόθεση ὅμως: Πώς ἡ δήλωσις αὐτή θά τεθεῖ καί ὡς ἑρμηνευτική στό ἄρθρο 3 τοῦ νέου Συντάγματος γιά νά μήν καταλείπεται ἀμφιβολία, πώς ὅταν τό κράτος ὁμιλεῖ περί «οὐδετεροθρησκείας» δέν ἐννοεῖ οὔτε τήν κατάργηση τοῦ Σταυροῦ ἀπό τήν Σημαία, οὔτε τήν ἀφαίρεση τῶν εἰκόνων ἀπό τά σχολεῖα, οὔτε τήν κατάργηση τῆς προσευχῆς-Θρησκευτικῶν κ.λπ.
Εἰς τί συνίσταται ὅμως ἡ ἀναδίπλωσις τοῦ κ. Πρωθυπουργοῦ; Μετά τήν ἀνάγνωση τοῦ κοινοῦ ἀνακοινωθέντος στό Μέγαρο Μαξίμου ὁ κ. Τσίπρας θέλησε νά διευκρινίσει ἐνώπιον τοῦ Μακαριωτάτου ὅτι μέ τόν ὅρο θρησκευτική οὐδετερότητα κατά βάθος ἐννοεῖ πώς τό κράτος θά παραμείνει «ὁ ἐγγυητής τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας τῶν πολιτῶν του». Κάτι πού ὅμως ἤδη περιγράφεται στό ἄρθρο 13 τοῦ Συντάγματος καί πάντως διαφορετικό ἀπό αὐτό πού εἶχε ἐννοηθεῖ ἀρχικῶς «πρακτικά καί κανονιστικά». Ὁ κ. Τσίπρας συγκεκριμένως προέβη στήν ἀκόλουθη δήλωση …μετανοίας:
«Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τό ἐρώτημα πού καί ὁ Μακαριώτατος ἔθεσε δημόσια χθές γιά τή θρησκευτική οὐδετερότητα τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους καί τί ἐννοοῦμε μέ αὐτήν. Ἡ διακηρυκτική ἀρχή τῆς θρησκευτικῆς οὐδετερότητας τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους διασφαλίζει ἀφενός μέν τούς διακριτούς ρόλους μεταξύ Πολιτείας καί Ἐκκλησίας, ἀφετέρου, δέ, ἐγγυᾶται τή μεταξύ τους συνεργασία στά θέματα κοινοῦ ἐνδιαφέροντος.
»Καί, προφανῶς, αὐτή ἡ ἀρχή δέν ἔρχεται σέ καμμία ἀντίθεση μέ τίς μακραίωνες παραδόσεις τοῦ λαοῦ μας καί οὔτε βέβαια, καί θέλω αὐτό νά τό τονίσω μέ τήν εὐκαιρία, ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ, Μακαριώτατε, ἔχουν καί καμμία βάση ὅσα ἀστεῖα, κωμικοτραγικά θά ἔλεγα, ἔχουν ὁρισμένοι ψευδῶς καί σκοπίμως διαδώσει τίς τελευταῖες ἡμέρες περί ἐπικείμενης δῆθεν ἀποκαθήλωσης τῶν ἱστορικῶν συμβόλων, τοῦ Σταυροῦ ἀπό τήν ἑλληνική Σημαία καί ἀπό τά ἐθνικά μας σύμβολα.
»Καί τό λέω αὐτό, διότι ὑπάρχει πραγματικά ἀνάγκη ὁ ὅποιος διάλογος διεξάγεται καί οἱ ὅποιες διαφορετικές ἀπόψεις νά διεξάγονται ἐπί τῆ βάσει τῆς πραγματικότητας καί ὄχι ἐπί τῆ βάσει διάδοσης ψευδῶν εἰδήσεων περί προθέσεων πού δέν ὑπάρχουν.
»Θέλω, λοιπόν, νά ξεκαθαρίσω ὅτι ἡ διακήρυξη τῆς θρησκευτικῆς οὐδετερότητας στό ἑλληνικό Σύνταγμα εἶναι ἐκεῖ προκειμένου νά ὑπογραμμίσει ὅτι τό ἑλληνικό κράτος θά εἶναι ὁ ἐγγυητής τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ καί τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν. Αὐτό, καί τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο ἀπό αὐτό».
Ἡ ὑπαναχώρησις τοῦ Πρωθυπουργοῦ στό συγκεκριμένο θέμα ὑπό τό βάρος τῶν ἀντιδράσεων –μεταξύ τῶν ὁποίων καί τά πρωτοσέλιδα τῆς «Ἑστίας»– εἶναι χαρακτηριστική. Μένει τώρα αὐτή ἡ δήλωσις Τσίπρα νά τεθεῖ ὡς ἑρμηνευτική δήλωσις, ὡς κατακλείς στό ὑπό ἀναθεώρησιν ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος. Γιά νά μήν μπορεῖ κανείς κακόπιστος νά προσφύγει στό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας κατά τῶν θρησκευτικῶν συμβόλων.
Γιά νά εἶναι ὅμως πλήρης ἡ στροφή τοῦ κ. Πρωθυπουργοῦ ὀφείλει καί κάτι ἀκόμη: νά ἀνεύρει νομικό τρόπο, ὥστε νά εἶναι ἀπολύτως δεσμευτική καί νά μήν ὑπόκειται σέ ἀναθεωρήσεις ἡ πρόνοια τοῦ κοινοῦ ἀνακοινωθέντος γιά τήν κρατική ἐπιχορήγηση στήν Ἐκκλησία περί καταβολῆς τῆς μισθοδοσίας τῶν ἱερέων. Ἄν δέν βρεῖ τρόπο τότε ὑπάρχει μεγάλης πιθανότης δικαιώσεως τῶν προβλέψεων τοῦ Μητροπολίτου Δημητριάδος Ἰγνατίου οἱ ὁποῖες εἶναι οἱ ἑξῆς:
«Τό κοινό ἀνακοινωθέν Πρωθυπουργοῦ καί Ἀρχιεπισκόπου δέν συνάδει μέ τίς περιγραφεῖσες ἀρχές καί τήν ἱστορική ἐμπειρία, ἐνῶ ὑπάρχει ὁ κίνδυνος νά ὁδηγήσει σέ ἀκόμη μεγαλύτερη ὑποδούλωση τῆς Ἐκκλησίας στό κράτος, καί μάλιστα μέ ὅρους ἐπαιτείας ἐξ αἰτίας τῆς αἰωρούμενης ἀβεβαιότητας ὡς πρός τήν τακτική καί συνεπῆ καταβολή τῆς συμφωνηθείσας ἐτήσιας ἐπιχορήγησης. […]
»Ἡ πρόταση πού περιγράφει τό κοινό ἀνακοινωθέν θά ὁδηγήσει τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος στόν ὀλισθηρό δρόμο νά ἀναζητᾶ ἐναγωνίως καί διαρκῶς τήν ἀποκόμιση κερδῶν, εἴτε μέσω ἑταιρειῶν, εἴτε μέσω χορηγιῶν/ἐπιχορηγήσεων ἀπό ὁποιονδήποτε πού ἔχει τά χρήματα, ὥστε νά μισθοδοτεῖ τούς κληρικούς Της καί νά καλύπτει τίς ὑλικές ἀνάγκες Της. Ἐπιπλέον, ὑπάρχει ὁ κίνδυνος νά συντείνει στή μεταφορά πόρων ἀπό τό κοινωνικό καί φιλανθρωπικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας στήν κάλυψη ἀναγκῶν μισθοδοσίας τοῦ ἐφημεριακοῦ κλήρου.
»Μιά τέτοια Ἐκκλησία δέν εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, δέν εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ λαοῦ μας. Καί ἡ Ἐκκλησία στήν Ἑλλάδα εἶναι ὑπόθεση, πρῶτα ἀπ’ ὅλα, τοῦ λαοῦ μας.».