Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 21 Νοεμβρίου 1923
Ἡ ὡραία Ἀνατολή δέν ἔχει νά ζηλεύσῃ τίποτε ἀπό τούς χαριτωμένους ἀπατεῶνας τῆς Δύσεως, ἑνός τῶν ὁποίων τούς ἄθλους ἐξιστόρησε προχθές ὁ συνάδελφος τῆς γειτονικῆς στήλης. Οἱ ζήσαντες, τοὐλάχιστον, εἰς τήν Κωνσταντινούπολη, ἐνθυμοῦνται κάποιον τετραπέρατον Κανέλλον, πού κατώρθωνε νά φαιδρύνῃ καί αὐτά του τά θύματα μέ τά ἔξυπνα κατορθώματά του. Ἕνα ἀπ’ αὐτά, μοῦ διηγήθη ἐπικαίρως φίλος θαυμαστής τοῦ περιφήμου Ἕλληνος, τοῦ τιμήσαντος τό Ἑλληνικόν ὄνομα εἰς τήν Βασιλεύουσαν. Κάποιο πρωί –ἀνήμερα τοῦ Σταυροῦ– ἡ γυναῖκά του τόν εἶχε φορτωθῇ κατά τήν συνήθειάν της.
– Τοῦ Σταυροῦ ἔχουμε σήμερα καί ψάρι δέν ἔστειλες στό σπίτι! Ἄμ’ πού σ’ ἀφίνει λεφτά τό μπεκριλίκι νά φροντίσῃς, καί γιά τό σπίτι σου, ἡμέρα ποῦ εἶνε!
– Μή φωνάζῃς, γυναῖκα! Τῆς ἀπήντησε μειλιχιώτατα ὁ ἀγαθότατος κατά τά ἄλλα Κανέλλος. Θά σοῦ στείλω. Ἔχει ὁ Θεός ὥς τό μεσημέρι!
Ἡ ὑπόσχεσις ὅμως τοῦ Κανέλλου, ἀντί νά κατευνάσῃ τά συζυγικά νεῦρα, ἔρριψεν ἔλαιον εἰς τήν πυράν.
-Μέ κοροϊδεύεις ἀκόμα, τέρας; Πότε θά ψωνίσῃς τό ψάρι, πότε θά τό στείλῃς καί πότε θά τό μαγειρέψω;
-Τί σέ μέλει ἐσένα γυναῖκα; Ἐγώ θά σοῦ στείλω μαγειρεμένο τό ψάρι τό μεσημέρι. Σέ γέλασα ποτέ μου;
Πράγματι, ὁ τρομερός Κανέλλος, ποῦ εἶχε γελάσει τήν οἰκουμένην, δέν εἶχε γελάσει ποτέ τήν γυναῖκά του. Ἔφυγεν ἀπό τό σπίτι βιαστικά, μέ τό σχέδιον τῆς ἐπιχειρήσεως ἕτοιμον καθ’ ὅλα. Μόλις ἐπλησίασε τό μεσημέρι, ἐτράβηξε κατ’ εὐθεῖαν εἰς τό σπίτι ἑνός γνωστοῦ του τζιβαϊρτζῆ, δηλ. χρυσοχόου, ὁ ὁποῖος μετείρχετο καί τόν κλεπταποδόχον, καί ἔκρουσεν ἐπειγόντως τήν θύραν του. Ἡ ὑπηρέτρια τοῦ χρυσοχόου τόν εἰδοποίησεν, ὅτι ὁ κύριός της εἶχε καθίσει εἰς τό τραπέζι καί ὅτι δέν ἠμποροῦσε νά τόν δεχθῇ. Ἐκεῖνος ἔδωκε τό ὄνομά του, μέ τήν ἐλπίδα, ὅτι θά συγκινήσῃ τόν κλεπταποδόχον, ποῦ τόν ἐγνώριζε καί ἀπό ἄλλας δοσοληψίας. Ὁ χρυσοχόος συνεκινήθη μέν, ἀλλά τοῦ ἐμήνυσε πάλιν νά ξαναγυρίσῃ ἀργότερα. Ὁ Κανέλλος ὅμως ἐπέμεινε. «Πές του, πώς εἶνε μεγάλη ἀνάγκη. Ἄς βγῇ μιά στιγμή στή σκάλα νά τοῦ πῶ δυό λόγια καί φεύγω». Ὁ χρυσοχόος ἀπεφάσισεν, ἐπί τέλους, νά προβάλῃ εἰς τό κεφαλόσκαλο.
-Τί τρέχει, μπρέ Κανέλλο, καί μοῦ χάλασες τήν ἡσυχία;
Ὁ Κανέλλος τοῦ ἐξήγησε τί τρέχει.
-Ἤθελα νά σέ ρωτήσω, ἀφεντικό, ἕνα κομμάτι μάλαμα, τόσο δά μακρύ καί τόσο δά παχύ, πόσο μπορεῖ νά πιάσῃ. Ὁ χρυσοχόος, ὀσφρανθείς ἐπικερδῆ ἐπιχείρησιν, ἐκάμφθη.
-Ἄμ’ ποῦ νά καταλάβω, καϋμένε, ὅπως μοῦ τά λές ἀπό μακρυά; Ἀνέβα μιά στιγμή ἀπάνω! Ὁ Κανέλλος ἠσθάνθη ὅτι εὑρίσκεται πλέον εἰς τήν ἀρχήν τοῦ τέλους.
-Ποῦ ν’ ἀνέβω τέτοια ὥρα ἀπάνω, ἀφεντικό; Κοντεύει μεσημέρι κι’ ἀκόμα δέν ἔστειλα ψάρι στό σπίτι μου, ἡμέρα πού εἶνε. Πές μου, σέ παρακαλῶ, μάνι-μάνι, νά φύγω. Θά μέ σκοτώσῃ ἡ γυναῖκά μου! Ὁ χρυσοχόος δέν ἐννοοῦσε νά κλωτσήσῃ τήν τύχην του.
-Ὅσο γι’ αὐτό, μή σέ μέλῃ. Ἐγώ στέλνω ψάρι στή γυναῖκά σου. Καί καλομαγειρεμένο μάλιστα. Ἔτσι κ’ ἔτσι γειτόνοι εἴμαστε. Ἔλα ἀπάνω τοῦ λόγου σου, νά σοῦ κάνω τό τραπέζι καί νά τά ποῦμε ὕστερα μέ τήν ἡσυχία μας.
Ὁ Κανέλλος, ἐξασφαλίσας τό γεῦμα τῆς γυναῖκας του, σύμφωνα μέ τήν ὑπόσχεσιν, πού τῆς εἶχε δώσει, καί ταυτοχρόνως τό ἀτομικόν του γεῦμα, προμηνυόμενον πλουσιώτατον, ἀπεδέχθη προθυμότατα τήν πρόσκλησιν καί παρεκάθησεν εἰς τό τραπέζι τοῦ χρυσοχόου.
-Πόσο, λοιπόν, εἶνε τό κομμάτι τό μάλαμα; Ἐρώτησεν ὁ τζιβαϊρτζῆς-Ἀμφιτρύων εἰς τά ἐπιδόρπια.
-Τόσο δά! ξαναεῖπεν ὁ Κανέλλος, ἐπαναλαμβάνων τήν περιγραφικήν χειρονομίαν του.
-Γιά νά σοῦ πῶ τήν ἀξία του, τοῦ εἶπεν ὁ χρυσοχόος, πρέπει νά τό χτυπήσω πρῶτα στήν πέτρα, νά ἰδῶ ἄν εἶνε ἀληθινό μάλαμα, νά τό ζυγίσω καί νά κάνω τήν ἐκτίμησι. Ποῦ τὤχεις;
Ὁ Κανέλλος, ὁ ὁποῖος εἰς τάς κρισίμους στιγμάς τῆς ζωῆς του ἐφρόντιζε νά εὑρίσκεται πάντοτε πλησίον κάποιας ἐξόδου, διά νά ἔχῃ ἐξησφαλισμένην τήν ὑποχώρησιν, ἐσηκώθη ἀπό τό τραπέζι καί ἤρχισε νά βηματίζῃ πρός τό μέρος τῆς θύρας.
-Δέν τὤχω… ἀπήντησεν.
-Ἄμ’ γιατί ρωτᾶς, λοιπόν, ἀφοῦ δέν τὤχεις; τόν ἐρώτησεν, ἀρχίζων νά μυρίζεται τά μουρντάρικα ὁ χρυσοχόος. Ὁ Κανέλλος, προχωρήσας μέ τρόπον πρός τήν θύραν, ἔδωκε τήν ἀπάντησιν:
-Ρωτάω, δηλαδή, γιατί, ἄν μοῦ τύχῃ καμμιά φορά ἕνα τέτοιο κομμάτι μάλαμα, νά ξέρω… Καί ἐκατρακύλισε τέσσερα-τέσσερα τά σκαλοπάτια τοῦ θύματος πού δέν εὕρισκε πλέον οὔτε τήν δύναμιν νά τόν κυνηγήσῃ.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ