Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 16 Νοεμβρίου 1918
Σχετικῶς μέ τήν ὁσημέραι καλλιεργουμένην ἰδέαν εἰς κύκλους διαφόρων συμπολιτῶν περί παραγγελίας ἀπ’ εὐθείας διαφόρων ἐμπορευμάτων εἰς τά μεγάλα Συμμαχικά ἐμπορικά κέντρα, ἐφ’ ὅσον, ἐννοεῖται, μερικοί ἔμποροι τῶν Ἀθηνῶν ἐπιμένουν νά κερδίζουν 200 τοῖς ἑκατόν, κἄποιος φίλος μοῦ διηγεῖται μίαν χαριτωμένην μικράν ἱστορίαν ποῦ συνέβη εἰς τόν ἴδιον. Καί τήν διηγοῦμαι, διότι, ἀνεξαρτήτως τῆς ἰδιαιτέρας της φαιδρότητος, ἔχει καί μίαν πρακτικήν σημασίαν καί ἠμπορεῖ νά προφυλάξῃ ἀπό τό παλαιόν πάθημα τοῦ ἀναφερομένου φίλου ἐκείνους, ποῦ θά ἤθελαν ἴσως νά τόν μιμηθοῦν εἰς τό μέλλον.
Ὁ ἄνθρωπός μου λοιπόν, πτωχός ὑπάλληλος μέ μέτρια εἰσοδήματα, ἔλαβε πρό ὀλίγων ἐτῶν τήν σοβαράν ἀπόφασιν ν’ ἀποκτήσῃ καί αὐτός ἕνα παλτό. Τά παλτά, ἐννοεῖται, τότε δέν ἐκόστιζαν μίαν περιουσίαν εἰς τάς Ἀθήνας. Ὁπωσδήποτε, ἐκόστιζαν τό τριπλάσιον ἀπό ὅ,τι ἐκόστιζαν εἰς τό Λονδῖνον. Καί ὁ πτωχός ὑπάλληλος, εὑρών τήν εὐκαιρίαν νά παραγγείλῃ τό παλτό του εἰς τήν Ἀγγλίαν, δέν ἄργησε νά ἀποφασίσῃ. Εἶχεν ἕνα ἔντυπον ὁδηγόν τῶν μέτρων, τά ὁποῖα ἐχρειάζοντο εἰς τόν Λονδίνιον ράπτην, καί ἐπί τῇ βάσει αὐτῶν ἐπῆγεν εἰς ἕνα γνωστόν του ράπτην τῶν Ἀθηνῶν καί παρεκάλεσε νά τοῦ πάρῃ τά μέτρα.
– Μήπως θά κάμῃς καί σύ τήν κουταμάρα, τοῦ εἶπεν ἐκεῖνος, νά παραγγείλῃς ἔξω ροῦχα; Θά σοῦ κοστήσουνε διπλᾶ, καϋμένε, καί δέν θά φοριοῦνται. Ἐμεῖς πολεμᾶμε μέ δέκα πρόβες νά συμμορφώσουμε τό ροῦχο καί πάλι… Ὄχι δίχως πρόβα!
Ὁ πτωχός ὑπάλληλος, διά νά μήν προσβάλῃ τόν ράπτην του, ἐφευρῆκεν ἕνα πιθανοφανές ψεῦδος:
– Δέν πρόκειται, φίλε μου, νά παραγγείλω ἐγώ. Ἕνας συγγενής μου, ποῦ φεύγει γιά τήν Ἀγγλία, θέλει καί καλά νά μοῦ φέρῃ δῶρο ἕνα παλτό. Πῶς τοῦ χαλάσω τό χατῆρι;
Ὁ πονηρός ράπτης δέν ἐπείσθη μέν, ἀπεφάσισεν ὅμως νά πάρῃ τά μέτρα, θέτων ταυτοχρόνως εἰς ἐνέργειαν ἕνα σατανικόν σχέδιον.
– Τί μέ μέλει ἐμένα; Ἐγώ σοῦ τά παίρνω τά μέτρα καί κάνε καλά!
Τοῦ ἐπῆρε, πράγματι, τά μέτρα, τοῦ τά ἔδωκε καί ὁ πτωχός ὑπάλληλος ἔσπευσε, μέ πρῶτον ταχυδρομεῖον, νά τά στείλῃ εἰς τήν διεύθυνσιν τοῦ Λονδινίου ράπτου. Μέ τήν ἐπιστροφήν ὅμως τοῦ ταχυδρομείου, τά ἔβαλε πάλιν πίσω, μέ τήν σημείωσιν, ὅτι τά μέτρα δέν εἶνε σωστά καί ὅτι κάποιο χονδροειδές λάθος ἔχει συμβῇ εἰς τούς ἀριθμούς. Κἄτι ἀρχίσας νά ὑποπτεύεται τώρα ὁ ἄνθρωπος, ἑξαναπῆγεν εἰς τόν ράπτην του καί, προφασισθείς ὅτι εἶχε χάσει τά πρῶτα μέτρα, τόν παρεκάλεσε νά τοῦ τά πάρῃ ἐκ δευτέρου. Τήν φοράν ὅμως αὐτήν ἐπρόσεξε καί ὁ ἴδιος εἰς τήν μέτρησιν.
– Πόσο εἶνε τό μανίκι; ἐρώτησεν ἀφελῶς.
– Πενῆντα ἑπτά ἑκατοστά.
– Μά ἐσύ, Χριστιανέ μου, τήν ἄλλη φορά μοῦ τό εἶχες βγάλει ἑβδομῆντα πέντε!
Καί, ἀφίνων πλέον κατά μέρος τά προσχήματα, ἐπρόσθεσε:
– Γι’ αὐτό ὁ κακομοίρης ὁ Ἐγγλέζος τά σάστισε καί μοῦ γύρισε πίσω τά μέτρα. Τώρα καταλαβαίνω.
Ὁ πονηρός Ἀθηναῖος ἐκεραυνοβολήθη.
– Βρέ τόν κουτόφραγκο! ἀνεστέναξε. Τό κατάλαβε λοιπόν;
– Ἐσύ, στή θέσι του, τί θἄκανες, ἄν σοῦ στέλνανε τέτοια μέτρα;
– Ἐγώ θά τὤκανα σύμφωνα μέ τά μέτρα. Ἔτσι ἔπρεπε νά τό κάνῃ κι’ αὐτός.
Ὁ Ἀθηναῖος ράπτης ὑπελόγιζεν εἰς τήν ἄφιξιν ἑνός ἀστείου παλτοῦ, τοῦ ὁποίου τά μανίκια θά ἔφθαναν ἕως τά γόνατα. Ὁ ξένος ὅμως ἔλαβεν ὑπ’ ὄψιν τάς ἀναλογίας τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος καί δέν ἔπεσεν εἰς τήν παγίδα, ἀφήσας νά πέσῃ εἰς αὐτήν ὁ Ἀθηναῖος συνάδελφός του. Ἡ συνέχεια δέν ἐνδιαφέρει βέβαια. Τό ἐπιμύθιον εἶνε ὅτι, ἄν πρόκηται κανείς ν’ ἀκολουθήσῃ τό παράδειγμα τοῦ παλαιοῦ ὑπαλλήλου καί νά παραγγείλῃ τά ροῦχά του εἰς κανένα κουτόφραγκον, καλόν θά εἶνε νά προσέξῃ κἄπως καί μόνος του εἰς τά μέτρα. Τά λάθη, βλέπετε, εἶνε ἀνθρώπινα, καί τά μανίκια κἄποτε μακραίνουν ἀπροσδοκήτως μεταξύ Ἀθηνῶν καί Λονδίνου.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ