Ὁ συρμός τοῦ μετρό σταματᾶ, ἀλλά οἱ πόρτες δέν ἀνοίγουν. Μιά παρέα ἀγοριῶν –γύρω στά δεκαέξι– δυσανασχετεῖ.
«Μήν τρελαίνεστε, θά δοῦμε τί συμβαίνει» τούς λέω. Ἀπό τά ἠχεῖα ἀκούγεται ἡ φωνή τοῦ μηχανοδηγοῦ: «Λόγῳ κάποιου τεχνικοῦ προβλήματος, δέν ἀνοίγουν οἱ πόρτες. Ζητᾶμε συγγνώμη, μπορεῖτε νά κατεβεῖτε στόν ἑπόμενο σταθμό».
Ὁ ἕνας ἀπό τούς νεαρούς, ὅλοι τους ντυμένοι μέ ἀκριβές –σινιέ- φόρμες καί παπούτσια, ἀρχίζει νά κλωτσάει τήν πόρτα! Ὁ διπλανός του ἔχει ἀρχίσει τίς «Χριστοπαναγίες»! Ὁ τρίτος κοιτάζει ἀμήχανα. «Μήν χτυπᾶς τήν πόρτα, γιατί δέν θά ἀνοίγει οὔτε στόν ἑπόμενο σταθμό» τοῦ λέω. «Θά τήν σπάσω μέ τόν παλιοπ… τόν ὁδηγό!» οὐρλιάζει ὁ μικρός. «Μαζέψου, γιατί θέτεις σέ κίνδυνο ὅλους μας μέ τήν συμπεριφορά σου» τοῦ λέω αὐστηρά. Μαζεύεται, ἀλλά συνεχίζει νά βρίζει, βλασφημῶντας …σύμπαντα τά Θεῖα!
Ὁ φίλος του φωνάζει διάφορες ἀρλοῦμπες, ὁ τρίτος, ὁ πιό μαζεμένος, ἁπλῶς παρακολουθεῖ. «Ἐσύ, πού φαίνεσαι σοβαρός, δέν τούς λές νά ἠρεμήσουν;» τοῦ ψιθυρίζω.
«Τί νά τούς πεῖς; Ἔτσι ὅπως εἶναι τώρα, δέν καταλαβαίνουν!» μοῦ λέει. Κι ἐκεῖ ἀντιλαμβάνομαι ὅτι τά δύο νέα παιδιά εἶναι «πιωμένα». Πλησιάζω, ὁ μικρός πού κλωτσοῦσε τήν πόρτα, μυρίζει ἀλκοόλ! Ἡ ὥρα εἶναι δώδεκα παρά πέντε, μεσάνυχτα. Καί ξαφνικά στόν χορό μπαίνει κι ἕνας σαραντάρης, καλοντυμένος, πού ἀρχίζει νά βρίζει τόν μηχανοδηγό… ἐξ ἀποστάσεως! «Τό καθίκι, ὁ δημόσιος ὑπάλληλος! Ἐγώ ἔχω παρκάρει στή στάση πού μόλις περάσαμε καί δέν ἄνοιγαν οἱ πόρτες! Θά μοῦ πληρώσει αὐτός ὁ «μαλ…» τό ταξί;» φωνάζει δυνατά. «Γιατί νά πάρεις ταξί; Θά περάσουμε στήν ἄλλη ὄχθη τῆς γραμμῆς στήν ἑπόμενη στάση καί θά κατέβουμε ἐκεῖ πού δέν ἄνοιγαν οἱ πόρτες! Κι ἐγώ ἐκεῖ ἔχω παρκάρει» τοῦ λέω. Ἐκεῖνος, ὅμως, ἔχει ἐξαγριωθεῖ. «Ὄχι, μέ τό πού θά ἀνοίξουν οἱ πόρτες θά πάω νά… τοῦ τήν πῶ! Δέν μπορεῖ ὁ κάθε ἀλήτης νά παίζει μέ τά νεῦρα μας. Στό κάτω-κάτω ἐμεῖς τούς πληρώνουμε!».
«Καί γιατί νά πάρεις ταξί; Οὔτε πέντε λεπτά δέν θά κάνει νά μᾶς πάει τό τραῖνο πίσω, ἐκεῖ πού ἔχουμε παρκάρει» τοῦ σφυρίζω. «Μπά; Κι ἐσύ δημόσιος ὑπάλληλος εἶσαι καί τόν ὑπερασπίζεσαι τόν ἀλήτη;» μοῦ λέει ἀγριεμένος. «Ὄχι, δέν εἶμαι, ἀλλά νομίζω ὅτι μέ τό νά φωνάζουμε καί νά νευριάζουμε δέν μποροῦμε νά ἀλλάξουμε κάτι» τοῦ ἀπαντῶ. «Καί, βέβαια, μποροῦμε! Ἄν πλακώναμε στόν ξύλο ἕναν ὁδηγό πού δέν ἀνοίγει τίς πόρτες, θά κάνανε καλύτερη συντήρηση καί δέν θά εἴχαμε βλάβες!» μοῦ λέει…
Ὁ συρμός σταματᾶ, οἱ πόρτες ἀνοίγουν, βγαίνουμε…
Ἀγαπητοί, ἡ βία ἔγινε πλέον καθημερινότητα! Μέσα σέ πέντε λεπτά, συναντήθηκα μέ τήν βία τῶν νέων, ἀλλά καί τῶν μεγαλύτερων. Ὁ κόσμος εἶναι «στήν τσίτα». Δέν ξέρω ἄν φταίει ὁ ἐγκλεισμός μας λόγῳ τοῦ κορωνοϊοῦ, ἄν φταίει ἡ οἰκονομική κρίση, πού μᾶς γέμισε ἀγωνία καί ἀβεβαιότητα. Καταλαβαίνω, ὅμως, ὅτι δέν θά ἔχουμε καλά ξεμπερδέματα. Χθές ἄφησε τήν τελευταία του πνοή ὁ ἀστυνομικός πού σκότωσε μέ τήν φωτοβολίδα ἕνα ἀπό τά ἐκπαιδευμένα «καλόπαιδα» τῶν «ὁμάδων κρούσης» τῆς ποδοσφαιρικῆς ἀλητείας. Ἄς λάβει ἡ κυβέρνηση τά μέτρα της. Κι ἄς ἀρχίσει ἀπό τά σχολεῖα! Ἐκεῖ ἐπωάζεται καί γεννοβολᾶ ἡ βία! Προσοχή!