ΝΑ ΑΠΟΦΥΓΕΙ τήν σκληρή ἀντιπαράθεση μέ τούς ὁμοφυλόφιλους ἀλλά συγχρόνως νά καταστήσει σαφές ὅτι ἀπορρίπτει τόν μεταξύ τους γάμο καί ὅτι καταδικάζει τούς «ἐμπνευστές τοῦ νομοσχεδίου» πού καταργεῖ τήν πατρότητα καί τήν μητρότητα ἐπιχειρεῖ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος.
Συμφώνως πρός τό κείμενο πού θά διαβασθεῖ σέ ὅλους τούς ναούς τήν προσεχῆ Κυριακή, σημειώνεται ξεκάθαρα ὅτι «ἡ Ἐκκλησία ἀγαπᾶ ὅλα τά βαπτισθέντα παιδιά καί ὅλους τούς ἀνθρώπους πού εἶναι δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ… ἑτεροφύλους καί ὁμοφυλοφίλους» καί ἀσκεῖ τήν φιλάνθρωπη ἀγάπη τους, ἀρκεῖ νά τό θέλουν καί οἱ ἴδιοι καί «νά ζοῦν πραγματικά στήν Ἐκκλησία.» Ἡ Ἐκκλησία ἐξηγεῖ ὅτι δέν μπορεῖ νά συνηγορήσει ὑπέρ τοῦ γάμου τῶν ὁμόφυλων ζευγαριῶν καθώς στό βιβλίο τῆς Γενέσεως γράφεται: «Καί ἐποίησεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς. Καί εὐλόγησεν αὐτούς λέγων˙ αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε καί πληρώσατε τήν γῆν καί κατακυριεύσατε αὐτήν καί ἄρχετε τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καί τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καί πάντων τῶν κτηνῶν καί πάσης τῆς γῆς καί πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπί τῆς γῆς». Καί προσθέτει ὅτι ἡ δυαδικότης τῶν δύο φύσεων δέν ἀποτελοῦν κοινωνικές ἐπινοήσεις ἀλλά προέρχονται ἀπό τόν Θεό.
«Ὁ χριστιανικός γάμος δέν εἶναι ἁπλή συμφωνία συμβίωσης, ἀλλά ἱερό Μυστήριο, διά τοῦ ὁποίου ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναῖκα λαμβάνουν τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ γιά νά προχωρήσουν πρός τήν θέωσή τους. […] Ὁ πατέρας καί ἡ μητέρα εἶναι συστατικά στοιχεῖα τῆς παιδικῆς καί τῆς ἐνήλικης ζωῆς». Τά ἀποτελέσματα τοῦ γάμου εἶναι ἡ δημιουργία οἰκογενείας, ἡ γέννησις παιδιῶν, «ὡς καρποῦ τῆς ἀγάπης τῶν δύο συζύγων, ἀνδρός καί γυναικός. Ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά συμφωνήσει μέ τήν οἰκογένεια πού θά “δημιουργήσει” τό νομοσχέδιο, διότι “ἡ χριστιανική παραδοσιακή οἰκογένεια ἀποτελεῖται ἀπό πατέρα, μητέρα καί παιδιά, καί σέ αὐτήν τήν οἰκογένεια τά παιδιά ἀναπτύσσονται, γνωρίζοντας τήν μητρότητα καί τήν πατρότητα πού θά εἶναι ἀπαραίτητα στοιχεῖα στήν μετέπειτα ἐξέλιξή τους”».
Καί μπορεῖ νά τονίζει σέ κάθε σημεῖο τῆς ἀνακοινώσεως ὅτι ὁ λεγόμενος «γάμος τῶν ὁμοφυλοφίλων» εἶναι ἀνατροπή τοῦ χριστιανικοῦ γάμου καί τοῦ θεσμοῦ τῆς πατροπαράδοτης ἑλληνικῆς οἰκογενείας, ἀλλάζοντας τό πρότυπό της, ὡστόσο ὑπενθυμίζει ὅτι ἡ ὁμοφυλοφιλία ἔχει καταδικαστεῖ ἀπό τήν σύνολη ἐκκλησιαστική παράδοση, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο «καί ἀντιμετωπίζεται μέ τήν μετάνοια, ἡ ὁποία εἶναι ἀλλαγή τρόπου ζωῆς.» Ἀποφεύγει ὅμως νά ἐξοβελίσει τούς ὁμοφυλόφιλους κηρύσσοντας ὅτι βασική ἀρχή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μέν νά καταδικάζει τήν κάθε ἁμαρτία «ὡς ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό Φῶς καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ», ἀλλά συγχρόνως «ἀγαπᾶ τόν κάθε ἁμαρτωλό, διότι καί αὐτός ἔχει τό “κατ’ εἰκόνα Θεοῦ” καί μπορεῖ νά φθάσῃ στό “καθ’ ὁμοίωσιν”, ἐάν συνεργήσῃ στήν Χάρη τοῦ Θεοῦ».
Τέλος, ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ κειμένου πού θά διαβαστεῖ στούς πιστούς ἀναφέρεται στίς σχέσεις Πολιτείας – Ἐκκλησίας. Ἀναφέρεται χαρακτηριστικά ὅτι ἡ Πολιτεία μέ τά ὄργανά της ἔχει ἁρμοδιότητα νά καταρτίζει νομοσχέδια καί νά ψηφίζει νόμους, ἀλλά ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνας ἀρχαιότατος θεσμός, «ἔχει διαχρονικές παραδόσεις αἰώνων, συμμετέχει σέ ὅλες τίς κατά καιρούς δοκιμασίες τοῦ λαοῦ, συνετέλεσε ἀποφασιστικά στήν ἐλευθερία του, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν ἱστορία, τήν παλαιότερη καί τήν πρόσφατη, καί πρέπει ὅλοι νά στέκονται μέ σεβασμό, τόν ὁποῖο κατά καιρούς διακηρύσσουν.» Καί καταλήγει ὅτι ἡ Ἐκκλησία οὔτε συμπολιτεύεται οὔτε ἀντιπολιτεύεται, ἀλλά πολιτεύεται κατά Θεόν καί ποιμαίνει ὅλους. «Γι’ αὐτό καί ἔχει ἰδιαίτερο λόγο πού πρέπει νά γίνεται σεβαστός» εἶναι τό ξεκάθαρο μήνυμα πού στέλνει πρός τήν Κυβέρνηση.